-
1 ανδραγαθια
ион. ἀνδρᾰγᾰθίη ἥ1) мужество, доблесть Her., Thuc., Xen., Arph., Polyb., Plut.2) добродетель, честность, порядочность Thuc., Xen., Dem.3) мужественный поступок, подвиг Plut.
См. также в других словарях:
πατραγαθία — η, ΝΜΑ οι αρετές ή οι ένδοξες πράξεις τού πατέρα ή τών προγόνων («ἀνδραγαθίας, οὐ πατραγαθίας μισθοὺς και δωρεὰς δίδωμι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, τρός + αγαθία (< άγαθος < ἀγαθός), πρβλ. ανδρ αγαθία] … Dictionary of Greek