Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνδροτής

См. также в других словарях:

  • ανδροτής — ἀνδροτής, ῆτος, ἡ (Α) ανδρική ηλικία, ανδροσύνη, ανδρεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Στον Όμηρο απαντά τ. αδροτήτα ο οποίος ή αποτελεί κεντρική παραλλαγή τού ανδροτήτα ή θα πρέπει να διορθωθεί σε δροτήτα] …   Dictionary of Greek

  • ἀνδροτής — ἀνδρότης fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροτῆτα — ἀνδρότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδροτῆτος — ἀνδρότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνδρότητα — ἀνδρότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άνδρας — και άντρας, ο (Α ἀνήρ) 1. αρσενικός άνθρωπος (σ’ αντίθεση με τη γυναίκα) 2. ομόκλινος, σύζυγος 3. ανδρείος, γενναίος, παληκάρι 4. αυτός που μπήκε στην αντρική ηλικία, ενήλικος, ώριμος 5. στρατιώτης, οπλίτης 6. φρ. «κατ’ ἄνδρα», ένας ένας με τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»