-
1 ἀνα-χαιτίζω
ἀνα-χαιτίζω ( χαίτη), 1) eigtl. von einem wilden Rosse, das die Mähnen sträubt ( τὴν κόμην Philostr. p. 863), sich bäumen und den Reiter abwerfen, Plut. Conv. Sap. 4; τοὺς ἐπιβάτας ἀναχαιτίσαντες ἀποσείονται D. Hal. 5, 15; vgl. ἵπποι ἀνεχαίτισαν φόβῳ Eur. Rhes. 785; übh. abschütteln, abwerfen, Bacch. 1072; vgl. ἁψῖδα Hippol. 1232; ἀνακεχαίτικεν, er hat umgestoßen, Anaxandr. Ath. XI, 481 f; dah. übtr., von widerspenstigen Menschen: die bestehende Ordnung umstürzen, ἅπαντα ἀνεχαίτισε καὶ διέλυσε Dem. 2, 9, wozu Harpocr. Erkl. ἀντὶ τοῦ ἀνέκοψεν ἢ ἀνέτρεψεν gehört; vgl. δῆμος ἀναχαιτίσας Plut. Demetr. 84, wozu Suid. Erkl. ἀπειϑεῖν gehört; auch mit dem gen., ἀνεχαίτισε πραγμάτων, er machte sich von Geschäften frei, schaffte sie sich vom Halse, Plut. Ant. 21. – 2) zurückhalten, τὴν ναῠν τοῦ δρόμου Luc. Lexiph. 15; vgl. Tragodop. 305; eigtl. bei den Haaren zurückziehen, 1;. A. 19 ἀνακόψαι εἰς τοὐπίσω.
-
2 ἀναχαιτίζω
ἀνα-χαιτίζω, (1) eigtl. von einem wilden Rosse, das die Mähnen sträubt, sich bäumen und den Reiter abwerfen; übh. abschütteln, abwerfen; dah. übtr., von widerspenstigen Menschen: die bestehende Ordnung umstürzen. (2) zurückhalten; eigtl. bei den Haaren zurückziehen -
3 αναχαιτιζω
1) трясти гривой, перен. становиться на дыбы(ἵπποι ἀνεχαίτιζον Eur.; ἵππος ἀναχαιτίσας Plut.)
2) сбрасывать на землю(τινά Eur.)
3) опрокидывать, ниспровергать(ἅπαντα ἀ. καὴ διαλύειν Dem.)
4) восставать, бунтовать(δῆμος ἀναχαιτίσας Plut.)
5) сбрасывать, сваливать с себя, освобождаться(τῶν πραγμάτων Plut.)
6) удерживать, задерживать(τέν ναῦν τοῦ δρόμου Luc.)
7) преграждать(τὸν δρόμον τινός Luc.)
-
4 удержать
удержатьсов, удерживать несов1. κρατώ, συγκρατώ:\удержать в руках κρατώ στά χέρια· \удержать дома кого-л. κρατώ κάποιον ἀτό σπίτι· \удержать лошадей σταματώ τά ἀλογα· \удержать в памяти συγκρατώ στη μνήμη μαυ· 2, (сдерживать, подавлять) συγκρατώ, πνίγω:\удержать рьцйния συγκρατώ τούς λυγμούς·3. (останавливать) συγκρατώ, ἀνα· χαιτίζω, κρατώ, σταματώ/ ἐμποδίζω (мешать):\удержать от иеобду́манного поступка συγκρατώ κάποιον νά μήν κάνει ἀπερίσκεπτη πράξη· не знаю, что меия удерживает δέν ξεύρω τί μέ κρατάει·4. (вычитать) ἀφαιρώ, κρατώ, ἀποκόπτω:\удержать какую-л. сумму из зарплаты κρατώ ἕνα ποσό ἀπ' τό μισθό.
См. также в других словарях:
αναχαιτίζω — (AM ἀναχαιτίζω) εμποδίζω, ανακόπτω, σταματώ κάτι μσν. (αμτβ.) 1. (για ποταμό) ανακόπτω την ορμή ή τη ροή μου, σταματώ 2. (για λόγο) χάνω τη συνέχειά μου αρχ. Ι. (αμτβ.) 1. (για άλογο) κουνώ τη χαίτη προς τα πίσω, σηκώνομαι στα δυο πισινά πόδια 2 … Dictionary of Greek