-
1 ἀνατίθημι
ἀνα|τίθημι ['возлагать'] 1. класть наверх, навьючивать; 2. поручать кому; 3. выставлять в храме в честь божества, посвящать -
2 ανατιθημι
1) класть поверх, накладывать, нагружать, взваливать(ἄχθος Arph.; σκεύη Xen.; med. ἐπὴ τὰ ὑποζύγια Xen.)
τοῖς ὤμοις ἀναθέσθαι τινά Plut. — взвалить кого-л. себе на спину2) возлагать, вменять (в обязанность)τινὴ ποιήσασθαί τι ἀ. Her. — приписывать кому-л. создание чего-л.;ἐλεγχείην ἀ. τινι Hom. — бросать кому-л. укор3) возлагать, поручать(τινί τι Thuc., Arph. - med. Polyb., Plut.)
4) помещать, подвешивать(τινὰ ἐπὴ κρημνόν Arph.)
τὰς ἀκοάς τινι ἀ. Polyb. — внимательно слушать что-л.5) распинать(τινὰ ζῶντα Polyb.)
6) культ. приносить в дар, жертвовать, посвящать(τρίποδα Μούσαις Hes.; ἐς Δελφούς Her. и ἐν Δελφοῖς Arst.; τι εἰς τὸ ἱερόν Plat.; τὰς ἀσπίδας τοῖς θεοῖς Plut.)
ἀναθεῖναι βωμόν Polyb. — воздвигнуть жертвенник7) откладывать, отсрочивать(τοῦτο οὐδαμῶς ἀναθετέον Plat.)
ἀ. τοῦ κατθανεῖν Soph. — отдалять день смерти8) med. сообщать(τέν πρᾶξίν τισι Plut.; εἰς τέν σύγκλητον περί τινος Polyb.)
9) med. ( о прежде сказанном) брать назад, отказываться, отменять(τι Xen., Plat.; τὰ κατηγορημένα Luc.)
-
3 θεω
I.Arph. (= *θεάου) imper. к θεάομαι См. θεαομαιII.I1) (тж. θ. δρόμῳ Arph., Xen.) бежать, бегать, (быстро) двигаться, передвигаться(ποσί и πόδεσσι Hom.; θᾶττον τῶν ἵππων Arst.)
ἄκρον ἐπὴ ῥηγμῖνος ἁλὸς θ. Hom. — носиться по гребням морских волн;θ. κατὰ κῦμα Hom. — мчаться по волнам;Ἀγαμέμνων ἀντίος ἦλθε θέων Hom. — навстречу (Менелаю) примчался Агамемнон;Μαλειάων ὄρος ἷξε θέων Hom. — (кормчий) полным ходом достиг Малийской горы;εἰ αὔρα φέροι, θέοντες ἀνεπαύοντο Xen. — когда дул попутный ветер, плывшие отдыхали2) катиться, вращатьсяὀλοοίτροχος ἀπὸ πέτρης θέει Hom. — камень катится с утеса;
τροχὸν πειρήσεται, αἴ κε θέῃσιν Hom. — (горшечник) попробует, вращается ли гончарный круг3) ( о линии) проходить, тянутьсяφλὲψ ἀνὰ νῶτα θέουσα Hom. — жила, проходящая вдоль спины;
ἄντυξ, ἢ πυμάτη θέεν ἀσπίδος Hom. — обод, который огибал край щита;ὀδόντες λευκὰ θέοντες Hes. — сплошной ряд белых зубов4) пробегать, проходить(τὰ ὄρη Xen.)
5) состязаться в бегеπερὴ τρίποδος θεύσεσθαι Hom. — состязаться в беге за треножник (объявленный наградой);
περὴ ψυχῆς θέον Ἕκτορος Hom. — (когда Ахилл преследовал Гектора), спор у них шел о (самой) жизни Гектора;περὴ τοῦ παντὸς δρόμον θ. Her. — вести последнюю и решающую борьбу, т.е. ставить все на карту6) перен. (нечаянно) попадатьεἰς νόσους θ. Plat. — (быстро) заболевать;
εἰς ἀδικίαν θ. Plat. — становиться несправедливым;θ. τὸν ἔσχατον κίνδυνον Plut. — подвергаться крайней опасности;θ. ἐγγύτατα ὀλέθρου Plat. — быть на краю гибелиII
См. также в других словарях:
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω … Dictionary of Greek
ανατίθημι — (AM ἀνατίθημι) Ι. ενεργ. 1. προσάπτω, αναφέρω, αποδίδω σε κάποιον κάτι 2. αφήνω, εμπιστεύομαι σε κάποιον κάτι 3. τοποθετώ ή ανεγείρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω 4. αναβάλλω, κρατώ μακριά II. (μέσ., εμαι) 1. τοποθετώ, βάζω επάνω 2. εκθέτω, διηγούμαι … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek
Anatheme — Anathème Un anathème désigne aujourd hui une réprobation générale, une mise à l index, d une personne ou d une idée. Ce mot est notamment utilisé dans des expressions telles que « lancer l anathème » et « frapper d anathème » … Wikipédia en Français
Anathème — Cet article possède un paronyme, voir : Anathem. Un anathème désigne aujourd hui une réprobation générale, une mise à l index, d une personne ou d une idée. Ce mot est notamment utilisé dans des expressions telles que « lancer l… … Wikipédia en Français
Anathématisation — Anathème Un anathème désigne aujourd hui une réprobation générale, une mise à l index, d une personne ou d une idée. Ce mot est notamment utilisé dans des expressions telles que « lancer l anathème » et « frapper d anathème » … Wikipédia en Français
Anathématisme — Anathème Un anathème désigne aujourd hui une réprobation générale, une mise à l index, d une personne ou d une idée. Ce mot est notamment utilisé dans des expressions telles que « lancer l anathème » et « frapper d anathème » … Wikipédia en Français
Anathémisation — Anathème Un anathème désigne aujourd hui une réprobation générale, une mise à l index, d une personne ou d une idée. Ce mot est notamment utilisé dans des expressions telles que « lancer l anathème » et « frapper d anathème » … Wikipédia en Français
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek