-
1 αναπεμπω
поэт. ἀμπέμπω1) высылать наверх, выпускать(κάτωθέν τι Aesch.; κρουνούς Pind.; τοξεύματα πανταχόθεν Plut.)
ἀ. παντοῖα φύματα Plat. — вызывать всевозможные опухоли2) ( вглубь или вверх) посылать, отсылать(τινὰ ὡς βασιλέα Thuc.; φρουροὺς εἰς τὰς ἄκρας Xen.; στρατόπεδον ἐπί τινα Isocr.; τινὰς εἰς τέν Ῥώμην Polyb.)
ἀποπέμπεσθαί τινα Xen. — отпускать кого-л. от себя;
См. также в других словарях:
καταπομπός — καταπομπός, ὁ (Α) πάπ. αυτός που φέρνει ή παραδίνει κάτι σε κάποιον («καταπομπὸς οἴνου», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πομπός (< πομπός < πέμπω), πρβλ. ανα πομπός, προ πομπός] … Dictionary of Greek