Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀνα-ξηραίνω

См. также в других словарях:

  • αναξηραίνω — (Α ἀναξηραίνω) (Ν και αναξεραίνω) κάνω κάτι ξερό, ξεραίνω εντελώς, αποξηραίνω νεοελλ. μέσ. χάνω την υγρότητά μου ή τη δροσερότητα μου, μαραίνομαι, στεγνώνω αρχ. 1. οδηγώ σε εξάντληση, σε μαρασμό 2. παθ. σκουπίζομαι, στεγνώνομαι μετά το λουτρό.… …   Dictionary of Greek

  • ανασαίνω — (Μ ἀνασαίνω) 1. αναπνέω 2. μτφ. διακόπτω για λίγο την εργασία μου, ξεκουράζομαι 3. μτφ. ανακουφίζομαι ψυχικά, ξαλαφρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεσαίνω < άνεσις, αναλογικά προς τα ρ. σε αίνω (πρβλ. ξηραίνω, θερμαίνω, λευκαίνω κ.ά.). Κατ’ άλλη άποψη… …   Dictionary of Greek

  • ἀνεκξηράνας — ἀνεκξηρά̱νᾱς , ἀνά , ἐκ ξηραίνω parch aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»