-
1 ανακαθαιρω
преимущ. med.1) очищать(τὰ μεταλλεῖα Plat.; τὸ πᾶν τὸ πρὸ ποδῶν Polyb.; Αὐγίου βουστασίαν Luc.)
τῶν ὑπὸ πόδας τόπων ἀνακαθαιρομένων Plut. — когда внизу туман рассеялся;ἀνακαθαίρεσθαι λόγον Plat. — сказать что-л. для разъяснения вопроса, тщательно изложить2) изгонять(πᾶν τὸ βάρβαρον ἐκ τῆς θαλάσσης Plat.; τὰ περίοντα τοῦ πολέμου Plut.)
См. также в других словарях:
ανακαθαίρω — ἀνακαθαίρω (Α) Ι. (ενεργ. και μέσ.) καθαρίζω εντελώς ΙΙ. μέσ. 1. γίνομαι καθαρός, διαυγής 2. (για μεταλλεύματα) αποχωρίζω τις ξένες ουσίες 3. καθαρίζω το στομάχι κάνοντας εμετό, ή τα αναπνευστικά όργανα βγάζοντας φλέματα 4. φρ. «ἀνακαθαίρομαι… … Dictionary of Greek
ανατρέπω — (AM ἀνατρέπω) 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω 3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα νεοελλ. ματαιώνω, ακυρώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. εξεγείρω,… … Dictionary of Greek