-
1 αναδυομαι
поэт. тж. ἀνδυομαι (fut. ἀναδύσομαι с ῡ, aor. 1 ἀνεδῡσάμην, aor. 2 ἀνέδῡν)1) выходить (из глубины), подниматься (на поверхность), всплывать, выныривать(ἁλός, κῦμα θαλάσσης Hom.; ἐκ τοῦ βυθοῦ Arst., Plut.)
Ἀφροδίτη ἀναδυομένη Plin. — Афродита, выходящая из воды ( картина Апеллеса);ὅπου ἂν ἐγὼ κρούσω τῷ ποδὴ τέν γῆν, ἀναδύσονται δυνάμεις Plut. — где я топну ногой, появятся войска ( слова Помпея)2) отступать вглубь, укрываться, прятаться(ἐς ὅμιλον Hom.; ἐξ ἀγορᾶς Plut.)
ἀνέδυσαν οἱ ποταμοί Plut. — реки иссякли3) увертываться, уклоняться, избегать(πόλεμον Hom.; ἔξοδον Polyb.)
δεδοικὼς καὴ ἀναδυόμενος Plut. — будучи охвачен страхом и (всячески) увиливая;ἀ. τὰ ὡμολογημένα Plat. — отрекаться от признанного
См. также в других словарях:
αναδύομαι — (Α ἀναδύομαι) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού νεοελλ. παρουσιάζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω αρχ. 1. οπισθοχωρώ, υποχωρώ, αποσύρομαι 2. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι, διστάζω, αποφεύγω 3. (για ποταμούς) εκλείπω, αφανίζομαι 4.… … Dictionary of Greek