-
1 αναφοράς
-
2 ἀναφορᾶς
-
3 αναφοράς
-
4 ἀναφοράς
-
5 αναφορα
ἥ1) восхождение, подъем(ἐκ τοῦ βυθοῦ Arst.; πνεύματος Plut.)
2) отнесение(τινος πρὸς ἓν τέλος Polyb.)
3) передача (дела, вопроса), обращение(εἴς τι Aeschin. и εἴς τινα Arst., Dem., πρός и ἐπί τινα Polyb.)
4) возложение (ответственности, вины)5) устранение, тж. облегчение или способ исправления(συμφορᾶς Eur.; ἁμαρτήματος Plut.)
ἀναφορὰν ἔχειν Plut. — иметь возможность исправить положение6) поступление, доход Plut.7) грам. относительное значение ( местоимения или наречия)8) рит. анафора (повторение слова в начале ряда предложений или их частей, напр.: ὅταν ὡς ύβρίζων, ὅταν ὡς ἐχθρὸς ὑπάρχων, ὅταν κονδύλοις, ὅταν ἐπὴ κόρρης Dem.) -
6 χαριεντίζομαι
A to be witty, jest, Ar.Fr. 166, Pl.R. 436d; σπουδῇ χ. to jest in earnest, Id.Ap. 24c;χ. ἐν οὐ χαρίεντι καιρῷ D.H.Lys. 14
, cf. 13.—Late in [voice] Act., Procop.Arc.9.2 χ. ἐξ ἀναφορᾶς make a charming use of.. Demetr.Eloc. 141.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαριεντίζομαι
-
7 ἀναφορά
A coming up, rising,ἀ. ποιεῖσθαι
rise,Arist.
HA 622b7; of vapours or exhalations, Placit.3.7.4, Theol.Ar. 31, cf. Orib.9.16.3, etc.II ([etym.] ἀναφέρω) carrying back, reference of a thing to a standard, ; in Law, recourse, : abs., Thphr. Char.8.5 (pl.), IG5(1).1390.111 (Andania, i B.C.);ἡ ἀ. ἐστι πρός τι Arist.Cat. 5b20
, al.; ἀ. ἔχειν πρός or ἐπί τι to be referable to.., Epicur. Fr. 409, Plb.4.28.3, Plu.2.290e, al.; ἀ. τινος γίγνεται πρός or ἐπί τι, Plb.1.3.4, Plu.2.1071a; ([place name] Teos); ἀ. ἔχειν ἐπί τι, of writings, refer to, Alex.Aphr.in Mete.4.1; τούτων εἰς Κυναίγειρον ποιήσασθαι τὴν ἀναφοράν assign to, give credit for.., Polem.Call.23.2 way of retreat,ὑπέλιπε ἑαυτῷ ἀναφοράν D.18.219
;νῦν δὲ αὑτοῖς μὲν κατέλιπον τὴν εἰς τὸ ἀφανὲς ἀναφοράν Aeschin. 2.104
, cf. Plb.15.8.13, etc.3 means of repairing a fault, defeat, etc.,ἀλλ' ἔστιν ἡμῖν ἀ. τῆς ξυμφορᾶς E.Or. 414
;ἀ. ἁμαρτήματος ἔχειν
way to atone for..,Plu.
Phoc.2;ἀ. ἔχειν
means of recovery,Id.
Fab. 14.5 report, PLond.1.17.34 (ii B.C.), etc.6 petition, PRyl.119.28(i A.D.).7 payment on account, instalment, OGI225 (Milet.), PEleph.14.26 (iii B.C.), PRev.Laws16.10 (iii B.C.), etc.8 Rhet., repetition of a word, Longin.20.1, Demetr.Eloc, 141.10 Medic., = ἀνάδοσις, opp. πέψις, Aret.SD2.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναφορά
-
8 ὑπολογίζομαι
A take into account, take account of, ὑ. εἰς τὴν μίσθωσιν put the payment to the account of.., ib.2492.26:—[voice] Pass. in pass. sense,- ισθεισὼν τῶν γεγενημένων προσόδων SIG364.92
(Ephesus, iii B. C.); [suff] ὑπολογ-ισθήσεταιἡ τιμὴ εἰς τὰς γινομένας ἀναφοράς PRev.Laws 34.9
(iii B. C.).2 τὴν τιμὴν ἐκ τῶν ὀψωνίων ὑ. deduct the price from.., Plb.6.39.15: so in [voice] Act., Ptol.Geog.1.14.6, and [voice] Pass., ib.1.13.3.3 metaph., take into account,κίνδυνον ὑ. τοῦ ζῆν ἢ τεθνάναι Pl.Ap. 28b
;τοὺς παρεληλυθότας πόνους Id.Phdr. 231b
;τὸ ἀλγεινόν Id.Grg. 480c
, cf. D.18.99,197; οὐδὲν ὑπελογίζοντο τὰς νίκας (sc. τοῦ Κίμωνος) And.4.33, cf. Din.1.5;μηδὲν ὑ. τὸ ξενικὸν [τῶν νόμων], ἂν βελτίους φαίνωνται Pl.Lg. 702c
;ὑ... εἰ ἀποθνῄσκειν δεῖ πρὸ τοῦ ἀδικεῖν Id.Cri. 48d
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπολογίζομαι
См. также в других словарях:
ἀναφορᾶς — ἀναφορά coming up fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναφοράς — ἀναφορά̱ς , ἀναφορά coming up fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… … Dictionary of Greek
συντεταγμένες — Ο όρος χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα, στην αναλυτική γεωμετρία. Έστω x’Ox μια ευθεία, όπου Ο ένα δεδομένο σημείο της (Σχ. 1), θετική φορά πάνω σ’ αυτή η φορά προς το x, και Θ ένα σημείο ως παράσταση του αριθμού 1· η ευθεία x’Ox ονομάζεται… … Dictionary of Greek
αμοιβαιότητα — Αρχή της θεωρίας της σχετικότητας που αναφέρεται στη συμφωνία των παρατηρήσεων που γίνονται από διαφορετικά συστήματα αναφοράς. Η αρχή της α. των παρατηρήσεων αποκλείει τον ορισμό απόλυτης κίνησης και ενός προτιμητέου συστήματος αναφοράς. Για… … Dictionary of Greek
γνώση — I Η δυνατότητα να αποδίδουμε σε ένα αντικείμενο τα πραγματικά χαρακτηριστικά του. Το αντικείμενο της γ. μπορεί να είναι ένα ιστορικό γεγονός, ένα συμβάν που μπορεί να επαναληφθεί, μια αφηρημένη έννοια, ένα συναίσθημα, μια αξία κλπ. Αυτό που του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Η περιορισμένη ή ειδική σχετικότητα,— — Από τις πιο επαναστατικές συνέπειες των αξιωμάτων που διατυπώθηκαν είναι αναμφισβήτητα η ανάγκη της εγκατάλειψης της έννοιας του απόλυτου χρόνου. Για να καταλάβουμε πως φτάνουμε στο αποτέλεσμα αυτό, ας φανταστούμε μια υποθετική βάση, που… … Dictionary of Greek
Αρχή της σχετικότητας του Γαλιλαίου — Στο Διάλογο των μέγιστων συστημάτων ο Γαλιλαίος εκθέτει έτσι την αρχή αυτή: «Κλειστείτε με κάποιο φίλο σας στο μεγαλύτερο θάλαμο που υπάρχει κάτω από το κατάστρωμα ενός μεγάλου πλοίου και κατόπιν πάρετε μύγες, πεταλούδες και άλλα όμοια ιπτάμενα… … Dictionary of Greek
νευτώνιο σύστημα — Κάθε σύστημα αναφοράς σε σχέση με το οποίο είναι δυνατό να εφαρμοστεί ο πρώτος νόμος κίνησης του Νεύτωνα καλείται νευτώνιο αδρανειακό σύστημα αναφοράς. Παράδειγμα συστήματος αναφοράς του είδους είναι σε καλή προσέγγιση η Γη ή αυτό για το οποίο το … Dictionary of Greek