-
1 ανακωδωνιζω
См. также в других словарях:
ανακωδωνίζω — ἀνακωδωνίζω (Α) χτυπώ κάτι για να δοκιμάσω τον ήχο του, κουδουνίζω … Dictionary of Greek
ἀνακωδώνισον — ἀνακωδωνίζω try by the sound aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)