-
1 Ανακτόριος
-
2 Ἀνακτόριος
-
3 ανακτόριος
-
4 ἀνακτόριος
-
5 ἀνακτόριος
ἀνακτόριος, dem Herrscher gehörig, herrschaftlich, ὕες Od. 15, 397, vgl. Apoll. lex. Hom. u. Lehrs Aristarch. p. 156 sq.; ἀνακτόριον ἱερόν, v. l. für ἀνάκτορον, Her. 9, 65.
-
6 ανακτοριος
-
7 Ανακτοριος
ὁ уроженец или житель города Анакторий Her. -
8 ἀνακτόριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακτόριος
-
9 ἀνακτόριος
ἀνακτόριος ( ἀνάκτωρ): belonging to the master, ὕες, Od. 15.397†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀνακτόριος
-
10 ἀνακτόριος
ἀνακτόριος, dem Herrscher gehörig, herrschaftlich -
11 Ανακτορία
Ἀνακτορίᾱ, Ἀνακτόριοςfem nom /voc /acc dualἈνακτορίᾱ, Ἀνακτόριοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
12 Ἀνακτορία
Ἀνακτορίᾱ, Ἀνακτόριοςfem nom /voc /acc dualἈνακτορίᾱ, Ἀνακτόριοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
13 Ανακτορίας
Ἀνακτορίᾱς, Ἀνακτόριοςfem acc plἈνακτορίᾱς, Ἀνακτόριοςfem gen sg (attic doric aeolic) -
14 Ἀνακτορίας
Ἀνακτορίᾱς, Ἀνακτόριοςfem acc plἈνακτορίᾱς, Ἀνακτόριοςfem gen sg (attic doric aeolic) -
15 Ανακτορίων
-
16 Ἀνακτορίων
-
17 Ανακτόριον
-
18 Ἀνακτόριον
-
19 ανακτορία
ἀνακτορίᾱ, ἀνακτόριοςbelonging to a lord: fem nom /voc /acc dualἀνακτορίᾱ, ἀνακτόριοςbelonging to a lord: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀνακτορίᾱ, ἀνακτορίαlordship: fem nom /voc /acc dualἀνακτορίᾱ, ἀνακτορίαlordship: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
20 ἀνακτορία
ἀνακτορίᾱ, ἀνακτόριοςbelonging to a lord: fem nom /voc /acc dualἀνακτορίᾱ, ἀνακτόριοςbelonging to a lord: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἀνακτορίᾱ, ἀνακτορίαlordship: fem nom /voc /acc dualἀνακτορίᾱ, ἀνακτορίαlordship: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ανακτόριος — ἀνακτόριος, ία, ιον (Α) [ἀνάκτωρ] ο ανακτορικός* … Dictionary of Greek
Ἀνακτόριος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακτόριος — belonging to a lord masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνακτορίων — Ἀνακτόριος fem gen pl Ἀνακτόριος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακτορίων — ἀνακτόριος belonging to a lord fem gen pl ἀνακτόριος belonging to a lord masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνακτόριον — Ἀνακτόριος masc acc sg Ἀνακτόριος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακτόριον — ἀνακτόριος belonging to a lord masc acc sg ἀνακτόριος belonging to a lord neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνακτορίη — Ἀνακτόριος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακτορίη — ἀνακτόριος belonging to a lord fem nom/voc sg (epic ionic) ἀνακτορία lordship fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνακτορίην — Ἀνακτόριος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακτορίην — ἀνακτόριος belonging to a lord fem acc sg (epic ionic) ἀνακτορία lordship fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)