Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀνακτόριος

См. также в других словарях:

  • ανακτόριος — ἀνακτόριος, ία, ιον (Α) [ἀνάκτωρ] ο ανακτορικός* …   Dictionary of Greek

  • Ἀνακτόριος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακτόριος — belonging to a lord masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνακτορίων — Ἀνακτόριος fem gen pl Ἀνακτόριος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακτορίων — ἀνακτόριος belonging to a lord fem gen pl ἀνακτόριος belonging to a lord masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνακτόριον — Ἀνακτόριος masc acc sg Ἀνακτόριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακτόριον — ἀνακτόριος belonging to a lord masc acc sg ἀνακτόριος belonging to a lord neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνακτορίη — Ἀνακτόριος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακτορίη — ἀνακτόριος belonging to a lord fem nom/voc sg (epic ionic) ἀνακτορία lordship fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνακτορίην — Ἀνακτόριος fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνακτορίην — ἀνακτόριος belonging to a lord fem acc sg (epic ionic) ἀνακτορία lordship fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»