-
1 ανακοπή
-
2 ἀνακοπῇ
-
3 ανακοπή
-
4 ἀνακοπή
-
5 ανακοπη
ἥ1) преграда, препятствие(ἀ. τραχεῖα Plut.)
2) задержка, прекращение(τῆς προθυμίας Plut.)
3) отлив (sc. τῆς θαλάσσης Plut.)4) застаивающаяся (после разлива) вода, стоячий водоем(τῆς Μαιώτιδος λίμνης Plut.)
-
6 ανακοπή
η1) приостановка, сдерживание; 2) юр. опротестование -
7 ἀνακοπή
ἀνα-κοπή, ἡ,A resistance, check due to collision, Epicur.Ep.1p.7U. (pl.), Phld.D.1.14 (pl.), Plu.2.76f, cf. 1128c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακοπή
-
8 ἀνακοπή
ἀνα-κοπή, das Zurückstoßen, Hindern; bes. von den Wellen, das Anschlagen u. Zurückprallen; ausgetretenes, von Überschwemmungen zurückgebliebenes Wasser -
9 ανακοπή
geriye itme, geriletme -
10 ανακοπή
arrêt -
11 ανακοπή
zatrzymanie (n) rzecz. -
12 ανακοπή
1) přestávka2) zastavení -
13 ανακοπή
suspensionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ανακοπή
-
14 αντανακοπη
-
15 ανακοπής
-
16 ἀνακοπῆς
-
17 ανακοπαίς
-
18 ἀνακοπαῖς
-
19 ανακοπαί
-
20 ἀνακοπαί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀνακοπή — resistance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακοπή — Η παρεμπόδιση, η αναστολή, η συγκράτηση, η αναχαίτιση. (Ιατρ.)Η απότομη διακοπή της λειτουργίας ενός οργάνου, ιδιαίτερα της καρδιάς ή των πνευμόνων ή και των δύο. Η α. της καρδιάς μπορεί να εμφανιστεί ως καρδιακή ασυστολία (απουσιάζει τελείως η… … Dictionary of Greek
ανακοπή — η 1. συγκράτηση, σταμάτημα: Έπαθε ανακοπή καρδιάς και πέθανε. 2. (νομ.), ένδικο μέσο με το οποίο παρεμποδίζεται η εκτέλεση ορισμένων δικαστικών αποφάσεων: Έκανε ανακοπή κατά του βουλεύματος που εκδόθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνακοπῇ — ἀνακόπτω drive back aor subj pass 3rd sg ἀνακοπή resistance fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακοπαῖς — ἀνακοπή resistance fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακοπαί — ἀνακοπή resistance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακοπῆς — ἀνακοπή resistance fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνακοπήν — ἀνακοπή resistance fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανακοπτικός — ή, ό [ανακόπτω] 1. αυτός που αναφέρεται στην ανακοπή 2. αυτός που επιφέρει ανακοπή … Dictionary of Greek
ανακόπτω — (Α ἀνακόπτω) σταματώ, αναχαιτίζω, συγκρατώ αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω, απωθώ, αποκρούω 2. (για πλοία) αλλάζω πορεία, κατεύθυνση 3. κάνω ανακοπή (π. χ. βουλεύματος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κόπτω. ΠΑΡ. ανακοπή νεοελλ. ανακοπτικός] … Dictionary of Greek
Ypogeia Revmata — Infobox musical artist | Name = Ypogeia Revmata Landscape = no Img capt = Background = group or band Origin = flagicon|Greece Athens, Greece Genre = Rock Greek rock Alternative rock Progressive rock Acoustic Hard rock Blues rock Years active =… … Wikipedia