-
1 αναθρωσκω
(тж. -θρω-), ион. тж. ἀνθρῴσκω (aor. 2 ἀνέθορον)1) подпрыгивать, подскакивать(ὀλοοίτροχος ἀναθρῴσκων Hom.; πηδῆσαι καὴ ἀναθορεῖν Xen.; ὡς βρομιαζόμενος Anth.)
ἀμβώσας ἀναθρῴσκει Her. — вскрикнув, он подскочил2) вскакивать(ἐπὴ τὸν ἵππον Her.)
3) бросаться, устремляться(αἷμα ἀναθρῴσκει Emped. ap. Arst.)
ἀναθορὼν ἀπήντησε (αὐτῷ) Plut. — он бросился ему навстречу -
2 αναθορειν
-
3 ανεθορον
-
4 ανθρωσκω
См. также в других словарях:
αναθρώσκω — ἀναθρῴσκω (Α) (για καπνό) πηδώ επάνω, αναπηδώ, ανυψώνομαι, ανεβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θρῴσκω] … Dictionary of Greek
θρώσκω — θρῴσκω και θρώσκω (Α) 1. πηδώ 2. (για βέλη) πετώ 3. (για κουκιά ή ρεβίθια κατά το λίχνισμα) πηδώ επάνω, αναπηδώ 4. κινούμαι ξαφνικά εναντίον κάποιου, προσβάλλω, εφορμώ 5. (για νόσο) προσβάλλω 6. τρέχω, ορμώ, σπεύδω 7. οχεύω 8. (η μτχ. αρσ. ως… … Dictionary of Greek
προαναθρώσκω — Α 1. πηδώ εκ τών προτέρων 2. μτφ. αναφύομαι, ξεπετιέμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναθρῴσκω «αναπηδώ, τινάζομαι προς τα πάνω»] … Dictionary of Greek
συναναθρώσκω — Α ανεβαίνω ψηλά μαζί με άλλον ή με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναθρώσκω «ανεβαίνω, αναπηδώ»] … Dictionary of Greek