Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἀναγρᾰφεύς

См. также в других словарях:

  • ἀναγραφεύς — recorder masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγραφῆς — ἀναγραφεύς recorder masc nom pl ἀναγραφεύς recorder masc nom/voc pl ἀναγραφή inscribing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγραφέως — ἀναγραφέω̆ς , ἀναγραφεύς recorder masc gen sg ἀναγραφεύς recorder masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Anagrapheus — L’anagrapheus (en grec byzantin ἀναγραφεύς / anagrapheús) est dans l Empire byzantin un « recenseur », un fonctionnaire fiscal au rôle proche de celui de l épopte. Sa fonction majeure est la révision du cadastre et présuppose la mesure… …   Wikipédia en Français

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • αναγραφή — Κατάλογος των νικητών στους Πανελλήνιους αγώνες της αρχαιότητας, ιδιαίτερα στην Ολυμπία και τουςΔελφούς.Αρχικά τα ονόματα των νικητών χαράσσονταν σε στήλες, αλλά οι κατάλογοι αυτοί δενήταν πλήρεις και γι’ αυτό κατά τον 4o αι. π.Χ. έγινε η πρώτη α …   Dictionary of Greek

  • ἀναγραφεῖ — ἀναγράφω engrave and set up publicly aor subj pass 3rd sg (epic) ἀναγραφεύς recorder masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγραφῆι — ἀναγραφῇ , ἀναγράφω engrave and set up publicly aor subj pass 3rd sg ἀναγραφεύς recorder masc dat sg (epic ionic) ἀναγραφῇ , ἀναγραφή inscribing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγραφῇ — ἀναγράφω engrave and set up publicly aor subj pass 3rd sg ἀναγραφῆι , ἀναγραφεύς recorder masc dat sg (epic ionic) ἀναγραφή inscribing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγραφέα — ἀναγραφέᾱ , ἀναγραφεύς recorder masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»