-
1 αναγκαστών
-
2 ἀναγκαστῶν
См. также в других словарях:
ἀναγκαστῶν — ἀναγκαστός forced fem gen pl ἀναγκαστός forced masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αναγκαστών
2 ἀναγκαστῶν
ἀναγκαστῶν — ἀναγκαστός forced fem gen pl ἀναγκαστός forced masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)