Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀναβ

См. также в других словарях:

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • Compound verb — In linguistics, a compound verb or complex predicate is a multi word compound that acts as a single verb. One component of the compound is a light verb or vector, which carries any inflections, indicating tense, mood, or aspect, but provides only …   Wikipedia

  • αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… …   Dictionary of Greek

  • αμβολογήρα — ἀμβολογήρα, η (Α) αυτή που αναβάλλει τα γηρατιά, που διατηρεί επί μακρόν τη νεότητα (επωνυμία τής Αφροδίτης στην αρχ. Σπάρτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβολὴ + γῆρας το πρόθημα ἀμβ χαρακτηριστικό ποιητικών λ., αντί τού ἀναβ ] …   Dictionary of Greek

  • ανά — πρόθ. (Α ἀνά) (με αιτ.) 1. (για τόπο) καθ’ όλη την έκταση, απ’ άκρη σ’ άκρη «η είδηση διαδόθηκε γρήγορα ανά την πόλη» «ἀνά πᾱσαν τήν Μηδικήν» (Ηρόδ. 1, 96) 2. (για χρόνο) «κατά τη διάρκεια, καθ’ όλη τη διάρκεια «ανά τους αιώνες» «ἀνά τόν πόλεμον» …   Dictionary of Greek

  • Αγασίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1.Γενναίος πολεμιστής από τη Στυμφαλία. Ο Ξενοφών αναφέρει συχνάτο όνομά του (Κύρ. Ανάβ. 6 1,30 2,7 4,10 6,7 7 8,19). 2. Ανδριαντοποιός από την Έφεσο (1ος αι. π.Χ.), γιος του Μηνόφιλου. Εργάστηκε κυρίως στην αγορά της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»