Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀμῡνίας

См. также в других словарях:

  • αμυνίας — ἀμυνίας, ο (Α) αυτός που αμύνεται, που βρίσκεται σε θέση άμυνας, ο αμυντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμυνα + ίας ή απευθείας από το ρ. ἀμύνω. Ο τύπος χρησιμοποιείται κανονικά ως κύριο όνομα, αλλά επίσης με κωμική έννοια στον Αριστοφάνη] …   Dictionary of Greek

  • Ἀμυνίας — Ἀμῡνίᾱς , Ἀμυνίας on its guard masc acc pl Ἀμῡνίᾱς , Ἀμυνίας on its guard masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυνία — Ἀμῡνίᾱ , Ἀμυνίας on its guard masc nom/voc/acc dual Ἀμῡνία , Ἀμυνίας on its guard masc voc sg Ἀμῡνίᾱ , Ἀμυνίας on its guard masc voc sg (attic) Ἀμῡνίᾱ , Ἀμυνίας on its guard masc gen sg (doric aeolic) Ἀμῡνία , Ἀμυνίας on its guard masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυνίαν — Ἀμῡνίᾱν , Ἀμυνίας on its guard masc acc sg (attic epic doric aeolic) Ἀμῡνίαν , Ἀμυνίας on its guard masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀμυνίᾳ — Ἀμῡνίαι , Ἀμυνίας on its guard masc nom/voc pl Ἀμῡνίᾱͅ , Ἀμυνίας on its guard masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμυνα — η (Α ἄμυνα) αντίσταση σε επίθεση, απόκρουση επίθεσης, υπεράσπιση νεοελλ. 1. προστασία τής σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητας και τής ασφάλειας κάποιου 2. το σύνολο τών μέσων που διαθέτει κανείς για την απόκρουση εχθρών ή κινδύνου 3. ικανότητα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»