-
1 αμφαδον
См. также в других словарях:
σταδόν — Μ επίρρ. με σταθερότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στα τού ἵστημι* + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. ἀμφα δόν)] … Dictionary of Greek
1 αμφαδον
σταδόν — Μ επίρρ. με σταθερότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στα τού ἵστημι* + επιρρμ. κατάλ. δόν (πρβλ. ἀμφα δόν)] … Dictionary of Greek