Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀμφήριστος

См. также в других словарях:

  • αμφήριστος — ἀμφήριστος, ον (Α) (για πόλεις, νίκες κ.λπ.) αυτός που διεκδικείται και από τις δύο πλευρές, αμφισβητούμενος, αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ήριστος < ἐρίζω] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφήριστος — contested on both sides masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφηρίστω — ἀμφήριστος contested on both sides masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀμφήριστος contested on both sides masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφήριστον — ἀμφήριστος contested on both sides masc/fem acc sg ἀμφήριστος contested on both sides neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφηρίστου — ἀμφήριστος contested on both sides masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφηρίστους — ἀμφήριστος contested on both sides masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφηρίστων — ἀμφήριστος contested on both sides masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφηρίστῳ — ἀμφήριστος contested on both sides masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφήριστα — ἀμφήριστος contested on both sides neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφήριστοι — ἀμφήριστος contested on both sides masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»