-
1 Αμφοτερός
-
2 Ἀμφοτερός
-
3 Αμφότερος
-
4 Ἀμφότερος
-
5 αμφότερος
-
6 ἀμφότερος
-
7 ἀμφότερος
ἀμφότερος, α, ον, beide, Hom. oft, in folgenden Formen: ἀμφότεροι, ἀμφοτέρων, ἀμφοτέροισι (ν), ἀμφοτέροις Od. 21, 214, ἀμφοτέρους; ἀμφοτέρῃσι (ν), άμφοτέρῃς Iliad. 12, 382, ἀμφοτέρας; ἀμφοτέρω, ἀμφοτέροιιν Iliad. 5, 207 Od. 20, 327, ἀμφοτέροιν v. l. Iliad. 5, 156; ἀμφότερον Iliad. 3, 179. 4, 60. 145. 7, 418. 13, 166. 18, 365 Od. 14, 505. 15, 78, überall neutr. adverbial gebraucht, in dieser Weise: καί με πρεσβυτάτην τέκετο Κρόνος ἀγκυλομήτης, ἀμφότερον, γενεῇ τε καὶ οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι Iliad. 4. 60; Homer verbindet χεῖρε πετάσσας ἀμφοτέρας Iliad. 21, 116 Od. 24, 398; ἀμφοτέρῃσι (ν) (ohne χερσίν) = mit beiden Händen Od. 10, 964. 11, 594. 17, 356. 18, 28 Iliad. 5, 416. – Ἀμφότερον advb. Archil. bei Plut. Phoc. 7 u. sp. Ep., wie Theocr. 25, 69; Pind. Ol. 6. 17 I. 1. 42, der Ol. 1. 104 auch ἀμφότερα so braucht, wie Aesch. Pers. 717,;. unten; Her. hat so ἀμφοτέρῃ 7, 10. Den sing. hat noch Pind. χείρ N. 7, 94; Plat. Soph. 248 d Hipp. mai. 303 a. Der dual. ist häufiger; Plat. Euthyd. 294 e Parm. 143 c; Xen. An. 1, 1. 1. Am gewöhnlichsten der plur. bei allen Schriftstellern; κατ' ἀμφότερα, auf beiden Seiten, Her. 7, 10; Plat. Parm. 159 a; ἀπ' αμφοτέρων, von beiden Seiten, Her. 7, 97; Xen. Ag. 2, 10; ἐπ' ἀμφότερα, nach beiden Seiten hin, in beiden Beziehungen, λέγεται Her. 3, 87. 8, 22. 9, 97 (in utramque partem); Plat. Phaedr. 274 e; ἀμφότερα abverbial, wie Hom. ἀμφότερον, beides. ἀνίᾳ ὑπερβάλλον ἢ βλάβῃ ἢ ἀμφότερα Gorg. 477 d; ἀμφότερα ἄριστος ὢν καὶ σ τρατηγὸς καὶ ῥα ψῳδός Ion 541 b; διαφέροντες ἢ σοφίᾳ ἢ κάλλει ἢ ἀμφότερα Charm. 153 d; πείϑωμεν ἢ δώροις ἢ χάρισιν ἢ ἀμφότερα Lach. 187 a; φιλοχρήματος καὶ φιλότιμος ἤτοι τὰ ἓτερα τούτων ἢ καί ἀμφότερα Phaed. 68 e; vgl. Soph. 255 b Rep. VIII, 555 d; Xen. Mem. 1, 1. 5; – Callim. ep. 3 (XII, 71); vollständig Strat. 38 (XII, 196); – Theocr. 12, 12 μετ' ἀμφοτέροις für μετ' ἀλλήλοις, Mein. μετὰ προτέροισιν.
-
8 αμφοτερος
3(преимущ. pl. или dual.) и тот и другой, оба(ἀμφοτέρῃσι, sc. χερσί Hom.)
ἀπ΄ ἀμφοτέρων Her., Eur., Xen.; — с обеих сторон;βλέπειν τινὰ ἀμφοτέροις (sc. ὄμμασι) Anth. — разглядывать кого-л. обоими глазами, т.е. не отрывать глаз от кого-л.;ἐπ΄ ἀμφοτέροις βεβακώς (sc. ποσί) Theocr. — упершись обеими ногами, т.е. непоколебимо, бесстрашно -
9 ἀμφότερος
1 adj.a bothἀμφοτέροις ὁμοῖοι τοκεῦσι P. 2.47
καὶ κασίγνητοί σφισιν ἀμφότεροι ἤλυθον P. 4.124
“ καρτερὸς ὅρκος ἄμμιν μάρτυς ἔστω Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροις” P. 4.167 ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν ματρὸς ἀμφότεροι (sc. ἄνδρες καὶ θεοί.) N. 6.2 ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός (καὶ ἀριστερᾶς καὶ δεξιᾶς. Σ.) N. 7.94 ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων σὺν θεοῖς ζεύξω τέλος, καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων καὶ τὰν ἁλιερκέα Ἰσθμοῦ δειράδ (Boeckh e Σ: ἀμφοτέρων, -οις codd.: i. e. songs for both Thebe and Delos.) I. 1.6b double ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν (v. l. ἀμφότερον) P. 4.792 pro subs.a masc., fem.ὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν O. 9.84
ἄμαχον κακὸν ἀμφοτέροις διαβολιᾶν ὑποφάτιες (i. e. to both sides, slanderers and slandered) P. 2.76 παρ' ἀμφοτέροις (Peleus and Kadmos) P. 3.93 πατρὸς δ' ἀμφοτέραις ἐξ ἑνὸς ἀριστομάχου γένος Ἡρακλέος βασιλεύει (Lakedaimon and Thessaly) P. 10.2b neut. καί νυν ὑπ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν (i. e. to the sound of the flute and lyre O. 7.13 ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος on both sides O. 13.57 ἁμφοτέροισι δ' ἀνὴρ ὃς ἂν ἐγκύρσῃ (success and fame) P. 1.99 πολλοὶ μάρτυρες ἀμφοτέροις πιστοί (sign. dub.: τῷ τ' ἀληθεῖ καὶ τῷ ψευδεῖ. Σ.: ? your authority and your wealth cf. vv. 87—8) P. 1.883 ἀμφότερα pro adv., bothπέποιθα δὲ ξένον μή τιν' ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἅμακαὶ δύναμιν κυριώτερον δαιδαλωσέμεν O. 1.104
4 ἀμφότερον τε καί, both — and “ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς, ἀμφότερον μάντιν τ' ἀγαθὸν καὶ δουρὶ μάρνασθαι” O. 6.17εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται πᾶσαν ὀργάν, ἀμφότερον δαπαναῖς τε καὶ πόνοις I. 1.42
-
10 ἀμφότερος
A either, i.e. both of two (opp. ἑκάτερος each one of two), ἀμφοτέρας κοινὸν αἴας common to either land, A.Pers. 131; ποίημα ἢ πάθος ἢ ἀμφότερον or partaking of both, Pl.Sph. 248d;τὸ ἀμφότερον ἑκατέρῳ οὐχ ἕπεται Id.Hp.Ma. 302e
.2 Hom. has sg. only neut. ἀμφότερον as Adv., foll. by τε.. καί; ἀ. βασιλεύς τ' ἀγαθὸς κρατερός τ' αἰχμητής both together, prince as well as warrior, ib.3.179; ἀ. γενεῇ τε καὶ οὕνεκα .. Il.4.60; foll. by τε.. δέ .., Pi.P.4.79: also neut. pl., ;φιλοχρήματος καὶ φιλότιμος, ἤτοι τὰ ἕτερα τούτων ἢ ἀ. Pl.Phd. 68c
; ; by τε.. καί .., Pi.O. 1.104.3 dual in Hom., asἀ. Αἴαντε Il.12.265
, al., less freq. in later writers, X.An.1.1.1, Pl.Prm. 143c, Isoc.4.134, etc.; but pl. is much more freq., and is found with a dual Noun,χεῖρε πετάσσας ἀμφοτέρας Il.21.115
.—Phrases: on both sides,Hdt.
7.10.β, Pl.Prm. 159a; towards both sides, both ways,Hdt.
3.87, al., Th.1.83, al.; ἀμφότερα, abs., on both sides, ib.13, al.; ἀπ' ἀμφοτέρων from or on both sides,Ξέρξεω ἀπ' ἀ. ἀδελφεός Hdt.7.97
;παρ' ἀμφοτέρων D.S.16.7
, al.; μετ' ἀμφοτέροισι one with another (s.v.l.), Theoc.12.12; ἀμφοτέροις βλέπειν (sc. ὄμμασι) Call.Epigr.32.6; ἀμφοτέραις, [dialect] Ep. - ῃσι (sc. χερσί) Od.10.264; ἐπ' ἀμφοτέροις βεβακώς (sc. ποσί) Theoc.14.66.II later, of more than two, all together, Act.Ap.19.16, PLond.2.336.13 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφότερος
-
11 ἀμφότερος
ἀμφότερος ( ἄμφω): both; sing. only neut. as adv., foll. by τέ.. καί, etc., ἀμφότερον βασιλεύς τ' ἀγαθὸς κράτερός τ αἰχμητής, ‘at once both,’ etc., Il. 3.179, Il. 13.166, Od. 15.78; as subst., ἀμφοτέρῃσι (sc. χερσί), Il. 5.416, Od. 10.264.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφότερος
-
12 Ἀμφότερος
Ἀμφότερος: a Lycian, slain by Patroclus, Il. 16.415†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀμφότερος
-
13 ἀμφότερος
ἀμφότερος, beide (mit beiden Händen, auf beiden Seiten, in utramque partem) -
14 ἀμφότερος
{прил., 14}то и другое, оба.Ссылки: Мф. 9:17; 13:30; 15:14; Лк. 1:6, 7; 5:7, 38; 6:39; 7:42; Деян. 8:38; 23:8; Еф. 2:14, 16, 18.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἀμφότερος
-
15 αμφότερος
{прил., 14}то и другое, оба.Ссылки: Мф. 9:17; 13:30; 15:14; Лк. 1:6, 7; 5:7, 38; 6:39; 7:42; Деян. 8:38; 23:8; Еф. 2:14, 16, 18.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αμφότερος
-
16 ἀμφότερος
то и другое, оба.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἀμφότερος
-
17 συν-αμφότερος
-
18 ἐπ-αμφότερος
ἐπ-αμφότερος, zweideutig, doppelsinnig, Philostr., Ios.
-
19 αμφοτέρων
ἀμφότεροςeither: fem gen plἀμφότεροςeither: masc /neut gen pl——————ἀμφοτέρων, ἀμφότεροςeither: fem gen plἀμφοτέρων, ἀμφότεροςeither: masc /neut gen pl -
20 Αμφοτέρω
Ἀμφότεροςmasc nom /voc /acc dualἈμφότεροςmasc gen sg (doric aeolic)——————Ἀμφότεροςmasc dat sg
См. также в других словарях:
Ἀμφοτερός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφότερος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφότερος — either masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφότερος — (4ος αι. π.Χ.). Αξιωματικός του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Αλέξανδρος τον έστειλε στον Παρμενίωνα με εντολή να συλλάβει και να φυλακίσει τον συνωμότη Αλέξανδρο τον Λυγκηστή. Αργότερα συγκρότησε, μαζί με τον Ηγέλοχο, στόλο στην Προποντίδα και νίκησαν… … Dictionary of Greek
Ἀμφοτέρω — Ἀμφότερος masc nom/voc/acc dual Ἀμφότερος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτέρω — ἀμφότερος either masc/neut nom/voc/acc dual ἀμφότερος either masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτέρων — ἀμφότερος either fem gen pl ἀμφότερος either masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτέρως — ἀμφότερος either adverbial ἀμφότερος either masc acc pl (doric) ἀμφοτέρως in both ways indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφότερον — ἀμφότερος either masc acc sg ἀμφότερος either neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφοτεροῦ — Ἀμφοτερός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφοτερᾶν — ἀμφότερος either masc/fem gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)