Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀμφιέλισσα

См. также в других словарях:

  • αμφιέλισσα — ἀμφιέλισσα (ενν. ναῡς) (Α) (επίθετο τής επικής διαλέκτου) 1. (πλοίο) κυρτό και από τις δύο πλευρές 2. ευκίνητο, γοργοτάξιδο (καράβι). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀμφι ελίκ ya < *ἀμφι έλιξ (πρβλ. τετρα έλιξ)] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιέλισσα — revolving fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιελίσσας — ἀμφιελίσσᾱς , ἀμφιέλισσα revolving fem acc pl ἀμφιελίσσᾱς , ἀμφιέλισσα revolving fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιελισσῶν — ἀμφιέλισσα revolving fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιελίσσαις — ἀμφιέλισσα revolving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιελίσσης — ἀμφιέλισσα revolving fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιέλισσαι — ἀμφιέλισσα revolving fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιέλισσαν — ἀμφιέλισσα revolving fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

  • αμφιελίσσω — ἀμφιελίσσω (Α) περιελίσσω, περιτυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ἑλίσσω < ἕλιξ (πρβλ. και ἀμφελίσσω). ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιελικτός, ἀμφιέλισσα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»