Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀμφισβητητικός

См. также в других словарях:

  • αμφισβητητικός — ή, ό (Α ἀμφισβητητικός, όν) [ἀμφισβήτητος] 1. ο ικανός να αμφισβητεί, ασκημένος στον αντίλογο 2. αυτός που τού αρέσει να αμφισβητεί, εριστικός, φιλόνικος 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμφισβητητική η τέχνη τής αμφισβήτησης 4. (το ουδέτερο ως… …   Dictionary of Greek

  • αμφισβητητικός — ή, ό αυτός που αγαπά τις αμφισβητήσεις, εριστικός: Άνθρωπος αμφισβητητικός όπως ήταν πρόβαλε αμέσως τις αντιρρήσεις του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμφισβητητικόν — ἀμφισβητητικός fond of disputing masc acc sg ἀμφισβητητικός fond of disputing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητητικοῖς — ἀμφισβητητικός fond of disputing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητητικούς — ἀμφισβητητικός fond of disputing masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφισβητητικῆς — ἀμφισβητητικός fond of disputing fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»