-
1 αμφισβητητικος
-
2 αμφισβητητικός
η, ό[ν] склонный к спорам; любящий противоречить, возражать -
3 αμφισβητικος
См. также в других словарях:
αμφισβητητικός — ή, ό (Α ἀμφισβητητικός, όν) [ἀμφισβήτητος] 1. ο ικανός να αμφισβητεί, ασκημένος στον αντίλογο 2. αυτός που τού αρέσει να αμφισβητεί, εριστικός, φιλόνικος 3. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμφισβητητική η τέχνη τής αμφισβήτησης 4. (το ουδέτερο ως… … Dictionary of Greek
αμφισβητητικός — ή, ό αυτός που αγαπά τις αμφισβητήσεις, εριστικός: Άνθρωπος αμφισβητητικός όπως ήταν πρόβαλε αμέσως τις αντιρρήσεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμφισβητητικόν — ἀμφισβητητικός fond of disputing masc acc sg ἀμφισβητητικός fond of disputing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητητικοῖς — ἀμφισβητητικός fond of disputing masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητητικούς — ἀμφισβητητικός fond of disputing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητητικῆς — ἀμφισβητητικός fond of disputing fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)