Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀμφιπλήξ

См. также в других словарях:

  • αμφιπλήξ — ἀμφιπλήξ ( ῆγος), ο, η (Α) 1. (για ξίφη) αυτός που πλήττει, που χτυπά και με τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος 2. (κατάρα) που εκτοξεύεται από πατέρα και μητέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πλήξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. ἁλιπλήξ, οἰστροπλήξ,… …   Dictionary of Greek

  • ἀμφιπλήξ — striking with both sides masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιπλῆγα — ἀμφιπλήξ striking with both sides masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιπλῆγες — ἀμφιπλήξ striking with both sides masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιπλῆγι — ἀμφιπλήξ striking with both sides masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιπλῆγος — ἀμφιπλήξ striking with both sides masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… …   Dictionary of Greek

  • βουπλήξ — ( ῆγος), ο (Α) 1. η βουκέντρα 2. πελέκι για τη σφαγή βοδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πληξ < πλήσσω, πλήττω (πρβλ. αλιπλήξ, αμφιπλήξ, κυματοπλήξ, παραπλήξ κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»