-
1 αμφικτίονες
-
2 ἀμφικτίονες
-
3 αμφικτιονες
-
4 Αμφικτιονες
поздн. Ἀμφικτύονες οἱ амфиктионы1) представители греч. государств, объединенных в религиозно-политический союз Her., Dem., Polyb.2) члены амфиктионии, амфиктиония Her., Dem. -
5 ἀμφικτίονες
1 those that live around, neighbours κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας (Boeckh: ἀμφικτυόνων codd.) P. 4.66 στρατῷ τ' ἀμφικτιόνων ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸς ἀνέειπεν (Boeckh: ἀμφικτυόνων codd.) P. 10.8 ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι i. e. in Isthmian games N. 6.39τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί ἀμφικτιόνων I. 4.8
τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' ἀμφικτιόνεσσιν Παρθ. 2. 43. -
6 ἀμφικτίονες
A they that dwell round or near, next neighbours, Hdt.8.104, Pi.P.4.66, 10.8, N.6.39; cf. sq. (Accented - κτιών or - κτυών by Hdn.Gr.2.724, 1.22, and some codd.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφικτίονες
-
7 ἀμφικτίονες
ἀμφι-κτίονες, Umwohner, Grenznachbarn -
8 περι-κτίονες
περι-κτίονες, οἱ, wie ἀμφικτίονες, die Herumwohnenden; Il. 17, 220. 18, 212 u. öfter; ἄλλους τ' αἰδέσϑητε περικτίονας ἀνϑρώπ ο υς, οἳ περιναιετάουσι, Od. 2, 65; Pind. N. 11, 49 I. 2, 64, im Orak. bei Her. 7, 148; Thuc. 3, 104.
-
9 αμφικτιόνεσσιν
-
10 ἀμφικτιόνεσσιν
-
11 αμφικτιόνων
-
12 ἀμφικτιόνων
-
13 αμφικτυόνες
-
14 ἀμφικτυόνες
-
15 αμφικτυόνων
-
16 ἀμφικτυόνων
-
17 αμφικτυόσι
-
18 ἀμφικτυόσι
-
19 αμφικτίονας
-
20 ἀμφικτίονας
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αμφικτίονες — ἀμφικτίονες, και κτύονες, οι (Α) 1) αυτοί που κατοικούν γύρω ή κοντά, περίοικοι, γείτονες 2. (ως κύριο όνομα) οι απεσταλμένοι των πόλεων που ήταν συνδεδεμένες σε Αμφικτιονία ή αμφικτιονική ομοσπονδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κτίονες ή κτύονες < … Dictionary of Greek
ἀμφικτίονες — they that dwell round masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτιόνεσσιν — ἀμφικτίονες they that dwell round masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτιόνων — ἀμφικτίονες they that dwell round masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτυόνες — ἀμφικτίονες they that dwell round masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτυόνων — ἀμφικτίονες they that dwell round masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτυόσι — ἀμφικτίονες they that dwell round masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτίονας — ἀμφικτίονες they that dwell round masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτύονας — ἀμφικτίονες they that dwell round masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτύονες — ἀμφικτίονες they that dwell round masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικτύοσι — ἀμφικτίονες they that dwell round masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)