-
1 αμπελοφυτωρ
- ορος (ῡ) ὅ насадитель виноградных лоз ( эпитет Диониса) Anth. -
2 ἀμπελοφύτωρ
A vine-planter, of Bacchus, AP6.44 (Leon.). [[pron. full] ῡ metri gr., as in πτεροφύτωρ.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμπελοφύτωρ
-
3 ἀμπελοφύτωρ
ἀμπελο-φύτωρ, Rebenpflanzer, d. i. Bacchus -
4 αμπελοφύτορι
-
5 ἀμπελοφύτορι
См. также в других словарях:
ἀμπελοφύτορι — ἀμπελοφύ̱τορι , ἀμπελοφύτωρ vine planter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)