-
1 αμηνιτως
(ῑ) без гнева, благосклонно(θεῖναί τινα δόμοις Aesch.; ἀ. καὴ φιλανθρώπως χρῆσθαί τινι Plut.)
См. также в других словарях:
ἀμηνίτως — ἀμηνί̱τως , ἀμήνιτος not angry adverbial ἀμηνί̱τως , ἀμήνιτος not angry masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)