-
1 αμετάπτωτος
-
2 ἀμετάπτωτος
-
3 αμεταπτωτος
2непоколебимый, незыблемый, неизменный(λόγοι Plat.; ἐπιστήμη Arst.; φίλος, κρίσις, δόξα Plut.; καταλήψεις Luc.)
-
4 αμετάπτωτος
η, ο [ος, ον ] неослабевающий;неослабный (книжн.);με αμετάπτωτο ενδιαφέρον — с неослабевающим интересом
-
5 ἀμετάπτωτος
ἀμετά-πτωτος, ον,A unchanging, unchangeable,λόγοι μόνιμοι καὶ ἀ. Pl.Ti. 29b
; ; , Stoic.1.50, etc.; κατάληψις ἀ. ὑπὸ λόγου Zenoib.1.20;πίστεις Phld.Rh.1.378S.
([comp] Sup.).b not losing its power, of medicine, Gal.12.422.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμετάπτωτος
-
6 ἀμετάπτωτος
ἀ-μετά-πτωτος, nicht umschlagend, unwandelbar -
7 αμεταπτωτότατον
ἀμετάπτωτοςunchanging: masc acc superl sgἀμετάπτωτοςunchanging: neut nom /voc /acc superl sg -
8 ἀμεταπτωτότατον
ἀμετάπτωτοςunchanging: masc acc superl sgἀμετάπτωτοςunchanging: neut nom /voc /acc superl sg -
9 αμεταπτώτως
-
10 ἀμεταπτώτως
-
11 αμετάπτωτον
-
12 ἀμετάπτωτον
-
13 μόνιμος
μόνιμος, ον, auch μονίμη, Strat. 66 (XII, 224), bleibend, ausharrend, treu; σὺ μὲν ἐμὸς ἐπίπολος ἔτι μόνιμος, Soph. O. R. 1322; ὁ μέγας ὄλβος οὐ μόνιμος ἐν βροτοῖς, Eur. Or. 340; οὐκ ἐδόκει μόνιμον τὸ τῆς ὀλιγαρχίας ἔσεσϑαι, Thuc. 8, 89; neben βέβαιος, Plat. Conv. 184 b, u. ἀμετάπτωτος, Tim. 29 b; ἐπὶ ταύτης οἷον κρηπῖδος μονίμου, Legg. V, 736 e; πίστις, Rep. VI, 505 e; Ggstz πορεύσιμος, Epin. 981 d; ὁπλῖται, Legg. IV, 706 c; vgl. Plut. Them. 4; bei Xen. Cyr. 8, 5, 11 μονιμώτατοι, von den Schwerbewaffneten; ζῷα, Thiere, die ihren Wohnsitz nicht verändern, Arist. H. A. 1, 1; ἄστρα, Fixsterne, Poll. 4, 156. – Adv., Arist. H. A. 8, 10.
-
14 αμεταπτώτοις
-
15 ἀμεταπτώτοις
-
16 αμεταπτώτου
-
17 ἀμεταπτώτου
-
18 αμεταπτώτους
-
19 ἀμεταπτώτους
-
20 αμεταπτώτω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀμετάπτωτος — unchanging masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάπτωτος — η, ο (Α ἀμετάπτωτος, ον) αυτός που δεν είναι δυνατό να μεταπέσει σε ένταση, να μεταβληθεί, σταθερός, αμετάβλητος, μόνιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ά στερητ. + μεταπίπτω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμεταπτωσία] … Dictionary of Greek
αμετάπτωτος — η, ο επίρρ. α εκείνος του οποίου δε μειώθηκε η ένταση: Το ενδιαφέρον του κοινού κρατήθηκε αμετάπτωτο σ όλη την παράσταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεταπτωτότατον — ἀμετάπτωτος unchanging masc acc superl sg ἀμετάπτωτος unchanging neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπτώτως — ἀμετάπτωτος unchanging adverbial ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάπτωτον — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem acc sg ἀμετάπτωτος unchanging neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπτώτοις — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπτώτου — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπτώτους — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπτώτων — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταπτώτῳ — ἀμετάπτωτος unchanging masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)