-
1 αμερίμνως
-
2 ἀμερίμνως
См. также в других словарях:
ἀμερίμνως — ἀμέριμνος free from care adverbial ἀμέριμνος free from care masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λακτίζω — (AM λακτίζω) 1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.) 2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον μσν. (για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα αρχ … Dictionary of Greek