Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀμαϑεῖς

См. также в других словарях:

  • ἀμαθεῖς — ἀμαθής ignorant masc/fem acc pl ἀμαθής ignorant masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • неоумѣтель — НЕОУМѢТЕЛ|Ь (8*), Ѧ с. Тот, кто несведущ, невежествен, неопытен: аще лi ѥтери неѹмѣтели противѹ гл҃ть (ἀμαϑῶς) ГА XIII–XIV, 37в; ѹбо аще не забыли быша много зѣло нѣции ѿ неѹмѣтель мирьскихъ (τῶν ἀφελεστέρων) Там же, 151а; ѿиде съ многымь срамомь …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θυαμάζομαι — 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, παραξενεύομαι, διερωτώμαι, απορώ 2. παροιμ. α) «θυαμάζεται τον κάβουρα που περπατάει πισόκωλα» λέγεται για τον τεμπέλη που σπαταλάει άσκοπα τον χρόνο του β) «όπου δεν είδε κάστρο, είδε φούρνο και θυαμάστηκε» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

  • κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… …   Dictionary of Greek

  • στρεβλώνω — στρεβλῶ, όω, ΝΑ [στρεβλός] 1. βασανίζω κάποιον με τη στρέβλη, ιδίως προκαλώ εξάρθρωση με συστροφή τών μελών («μαστιγῶν, δέρων, στρεβλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω (α. «στρεβλώνει τα λόγια μου» β. «ἅ οἱ ἀμαθεῑς καὶ ἀστήρικτοι… …   Dictionary of Greek

  • σχηματίζω — ΝΜΑ [σχῆμα, ήματος) 1. (μτβ.) δίνω σχήμα, δίνω μορφή σε ένα αντικείμενο, τὸ διαμορφώνω 2. (αμτβ.) α) παίρνω ή έχω ένα ορισμένο σχήμα, μια ορισμένη μορφή (α. «αν αφήσεις αυτό το ξύλινο τεμάχιο στον ήλιο, θα χαλάσει και θα σχηματίσει κοιλότητες» β …   Dictionary of Greek

  • χελύνη — (I) ἡ, Α 1. το χείλος («Ὅμηρος μὲν ἕρκος ὀδόντων τὰ χείλη καλεῑ, οἱ δὲ παλαιοὶ χελύνας», Πολυδ.) 2. η κάτω γνάθος, το σαγόνι («χελύνη τὰ περὶ τὰ χείλη μέρη τοῡ προσώπου οἱ δὲ ἀμαθεῑς χελύνιον», Φρύν.) 3. φρ. «ὑπ ὀργῆς τὴν χελύνην ἐσθίων»… …   Dictionary of Greek

  • Αγιασματάριο ή Μικρό Ευχολόγιο — Λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας, επιτομή του Μεγάλου Ευχολογίου. Το χρησιμοποιούν οι ορθόδοξοι ιερείς όταν τους καλούν στα σπίτια τους οι πιστοί για να τελέσουν τον μικρό αγιασμό ή άλλη παρακλητική ακολουθία. Τα παλαιότερα Α. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • βλάχοι — Έτσι ονομάστηκαν οι εκλατινισμένοι κάτοικοι της Βαλκανικής, προπάντων οι παλιοί Θράκες Βησσοί της Ροδόπης και του Αίμου, που κατά ένα μέρος μιλούσαν τη θρακική τους γλώσσα έως τον 7ο αι. μ.Χ., αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους γλωσσικά… …   Dictionary of Greek

  • Καρτάνος, Ιωαννίκιος — (16ος αι.). Κερκυραίος ιεροκήρυκας και συγγραφέας. Ο Κ. ήταν εκείνος που έγραψε το πρώτο βιβλίο σε δημοτικό πεζό λόγο. Ελάχιστα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι ήταν ιερομόναχος και μέγας πρωτοσύγκελος Κερκύρων. Με αυτή την… …   Dictionary of Greek

  • Κομούτος — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών και επιστημόνων της Ζακύνθου, η οποία είχε περιληφθεί στη Χρυσή Βίβλο του νησιού. 1. Αντώνιος (; – 1726). Σπούδασε νομικά και φιλοσοφία στην Ελβετία και στη Ρώμη, ενώ έγραψε μια πραγματεία με τον τίτλο Ομέγας… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»