Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀλφηστής

См. также в других словарях:

  • αλφηστής — ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, ῆρος) 1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος 2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη 3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. γνωστή ήδη από… …   Dictionary of Greek

  • ἀλφηστής — earners masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφησταῖς — ἀλφηστής earners masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφησταῖσιν — ἀλφηστής earners masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφησταί — ἀλφηστής earners masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφηστᾶν — ἀλφηστής earners masc gen pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφηστῇσι — ἀλφηστής earners masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφηστῇσιν — ἀλφηστής earners masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφηστήν — ἀλφηστής earners masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλφηστῶν — ἀλφηστής earners masc gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλφηστικός — ἀλφηστικός, ο (Α) [ἀλφηστής] 1. ο αλφηστής 2. ο ένας πίσω από τον άλλον (όπως οι ἀλφησταὶ ἰχθύες) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»