-
1 αλλαχού
-
2 ἀλλαχοῦ
-
3 ἀλλαχοῦ
ἀλλαχοῦ adv. of place elsewhere (so Soph., X. et al.; Just., A I, 37, 3 in citation, al.), also in another direction (Epict. 3, 23, 22; 3, 26, 4; Dio Chrys. 21 [38], 15; Polyaenus 1, 12; 1, 46; 4, 2, 21; SIG 888, 38 [238 A.D.]; Phryn., 43f Lob.; TestAbr A 10 p. 87, 23; 25 [Stone p. 22]) ἀ. ἄγειν εἰς τὰς ἐχομένας κωμοπόλεις go in another direction to … Mk 1:38.—DELG s.v. ἄλλος. M-M. -
4 ἀλλαχοῦ
ἀλλαχ-οῦ, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλαχοῦ
-
5 ἀλλοφέρμονες
ἀλλο-φέρμονες· ἀλλαχοῦ τραφέντες, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοφέρμονες
-
6 ἄλλοσε
ἄλλοσε, Adv.A elsewhither, Od.23.184;ἄλλος ἄ. A.Pers. 359
;ἄ... ὄμμα θατέρᾳ δὲ νοῦν ἔχοντα S.Tr. 272
; to foreign lands, ἄ. ἐκπέμπειν to export, X.HG6.1.11; ἄ. οὐδαμόσε to no other place, Pl.Cri. 52b; ἄ. πολλαχόσε to many other places, Id.Mx. 241e; ποῖ ἄ.; to what other place? Id.Phd. 82a; ἄ. ποι to some other place, Id.Tht. 202e: c. gen., ἄ. ποι τῆς Σικελίας to some other part of Sicily, Th.7.51;ἄ. τοῦ σώματος Pl.Lg. 841a
:—by attraction, = ἀλλαχοῦ, ἄλλοσε ὅποι ἂν ἀφίκῃ Id.Cri. 45b. -
7 ἀλλάσσω
ἀλλάσσω, - άττωGrammatical information: v.Meaning: `change, alter' (Hom.).Other forms: Aor. ἀλλάξαι.Derivatives: ἀλλαγή (cf. ἀλλαγῆναι) `change' (A.); ἀλλάξ ἐνηλλαγμένως H., ἐπ-, παρ-, ἀμφ-αλλάξ (Hp., Th., S., X. usw.).Origin: IE [Indo-European] Gr.Etymology: ἀλλάσσω is derived from ἄλλος, through a stem in a velar ( ἀλλάξ? ἀλλαχοῦ, - χῆ?; direct connection is not probable, however) or with a suffix - άσσω. Cf. Debrunner IF 21, 218f., 227, Schwyzer 725: 4.Page in Frisk: 1,75-76Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀλλάσσω
См. также в других словарях:
αλλαχού — ἀλλαχοῦ επίρρ. (ΑΜ) κάπου αλλού, σε άλλο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. άλλος με ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. ἀλλαχή) + επίρρ. κατάλ. ου] … Dictionary of Greek
ἀλλαχοῦ — elsewhere indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
инде — в другом месте, там и тут , укр. iнде, др. русск. инде, инъде, ст. слав. инъде ἀλλαχοῦ (Клоц., Супр.), сербохорв. и̏ндjе, словен. ȋnde, ȋndi в другом месте , чеш. jinde, слвц. indе в другом месте , др. польск. indzie, indziej, польск. indziej,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Erinyes — Two Furies, from an ancient vase. Furies redirects here. For other uses, see Furies (disambiguation). In Greek mythology the Erinyes (Ἐρινύες, pl. of Ἐρινύς, Erinys; literally the avengers ) from Greek ἐρίνειν pursue, persecute sometimes referred … Wikipedia
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
άλλοσε — ἄλλοσε επίρρ. (Α) 1. (δηλώνοντας κίνηση) α) σε άλλο τόπο, προς άλλο μέρος β) συχνά σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν επίσης την προς τόπο κίνηση: «ἄλλοσε οὐδαμόσε», σε κανέναν άλλο τόπο «ἄλλοσε πολλαχόσε», σε πολλά άλλα μέρη «ποῑ ἄλλοσε;»… … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αλλαχή — ἀλλαχῆ και ἀλλαχῇ επίρρ. (Α) 1. κάπου αλλού, σε άλλο μέρος 2. φρ. «άλλοτε αλλαχή», μια εδώ και μια εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσψυμα αχ , όπως και στα ἀλλαχόθεν, ἀλλαχόθι, ἀλλαχοῦ κ.ά. + επιρρ. κατάλ. ή (και η)] … Dictionary of Greek
αλλαχόθεν — ἀλλαχόθεν επίρρ. (ΑΜ)·. από άλλο μέρος, από αλλού 2. από άλλη πηγή, από άλλη αιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. ἀλλαχή, ἀλλαχοῦ) + επιρρ. κατάλ. θεν] … Dictionary of Greek
αλλαχόσε — ἀλλαχόσε επίρρ. (Α) προς άλλο μέρος, σε άλλο τόπο, αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. ἀλλαχή, ἀλλαχοῦ) + επιρρ. κατάλ. σε] … Dictionary of Greek
καταλλαχού — επίρρ. τυχαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλλαχοῦ (< ἄλλος)] … Dictionary of Greek