-
1 ἀληθόμυθος
ἀληθό-μῡθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀληθόμυθος
-
2 αληθομυθος
См. также в других словарях:
μειλιχόμυθος — μειλιχόμυθος, ον (Α) αυτός που μιλά με μειλίχιο, ήρεμο τρόπο, ο γλυκομίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μῦθος «λόγος» (πρβλ. αληθό μυθος, εγγαστρί μυθος)] … Dictionary of Greek
υστερόμυθος — ον, ΜΑ αυτός που μιλά αργότερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + μύθος (< μῦθος), πρβλ. ἀληθό μυθος] … Dictionary of Greek