-
1 αληθινολογία
ἀληθινολογίᾱ, ἀληθινολογίαspeaking truth: fem nom /voc /acc dualἀληθινολογίᾱ, ἀληθινολογίαspeaking truth: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 ἀληθινολογία
ἀληθινολογίᾱ, ἀληθινολογίαspeaking truth: fem nom /voc /acc dualἀληθινολογίᾱ, ἀληθινολογίαspeaking truth: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
3 αληθινολογια
-
4 ἀληθινολογία
ἀληθινο-λογία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀληθινολογία
-
5 ἀληθινολογία
-
6 αληθινολογίας
ἀληθινολογίᾱς, ἀληθινολογίαspeaking truth: fem acc plἀληθινολογίᾱς, ἀληθινολογίαspeaking truth: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 ἀληθινολογίας
ἀληθινολογίᾱς, ἀληθινολογίαspeaking truth: fem acc plἀληθινολογίᾱς, ἀληθινολογίαspeaking truth: fem gen sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀληθινολογία — ἀληθινολογίᾱ , ἀληθινολογία speaking truth fem nom/voc/acc dual ἀληθινολογίᾱ , ἀληθινολογία speaking truth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αληθινολογία — η (Α ἀληθινολογία) το να λέει κανείς την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθινὸς + λογία < λογος < λέγω] … Dictionary of Greek
ἀληθινολογίας — ἀληθινολογίᾱς , ἀληθινολογία speaking truth fem acc pl ἀληθινολογίᾱς , ἀληθινολογία speaking truth fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… … Dictionary of Greek
αληθοέπεια — η [αληθοεπής] η αληθινολογία, το να λες την αλήθεια … Dictionary of Greek