-
1 Ακέστωρ
-
2 Ἀκέστωρ
-
3 ακέστωρ
-
4 ἀκέστωρ
-
5 ἀκέστωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκέστωρ
-
6 Ακέστορ'
Ἀκέστορα, Ἀκέστωρmasc acc sgἈκέστορι, Ἀκέστωρmasc dat sgἈκέστορε, Ἀκέστωρmasc nom /voc /acc dual -
7 Ἀκέστορ'
Ἀκέστορα, Ἀκέστωρmasc acc sgἈκέστορι, Ἀκέστωρmasc dat sgἈκέστορε, Ἀκέστωρmasc nom /voc /acc dual -
8 ακέστορ'
ἀκέστορα, ἀκέστωρhealer: masc acc sgἀκέστορι, ἀκέστωρhealer: masc dat sgἀκέστορε, ἀκέστωρhealer: masc nom /voc /acc dual -
9 ἀκέστορ'
ἀκέστορα, ἀκέστωρhealer: masc acc sgἀκέστορι, ἀκέστωρhealer: masc dat sgἀκέστορε, ἀκέστωρhealer: masc nom /voc /acc dual -
10 ακέστορος
-
11 Ακεστόρων
-
12 Ἀκεστόρων
-
13 Ακέστορα
-
14 Ἀκέστορα
-
15 Ακέστορας
-
16 Ἀκέστορας
-
17 Ακέστορες
-
18 Ἀκέστορες
-
19 Ακέστορι
-
20 Ἀκέστορι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀκέστωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστωρ — healer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακέστωρ — (5ος αι. π.Χ.). Έλληνας τραγικός ποιητής που διακωμωδείται από τον Αριστοφάνη. Έργα του δεν διασώθηκαν, ούτε σε αποσπάσματα. * * * ἀκέστωρ ( ορος), ο, θηλ. ακεστορίς (Α) ο ακεστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστορία] … Dictionary of Greek
Ἀκεστόρων — Ἀκέστωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκεστόρων — ἀκέστωρ healer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστορ — ἀκέστωρ healer masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστορα — Ἀκέστωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστορα — ἀκέστωρ healer masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστορας — Ἀκέστωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκέστορας — ἀκέστωρ healer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκέστορες — Ἀκέστωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)