-
1 ἀκρο-κνέφαιος
ἀκρο-κνέφαιος, mit Anfang der Dämmerung, Hes. op. 567 ἐπιτέλλεται Ἀρκτοῦρος, vom Spätaufgange des Arktur.
-
2 ἀκροκνέφαιος
ἀκρο-κνέφαιος, ον,A at beginning of night, in twilight, Hes.Op. 567:—also [suff] ἀκρο-κνεφής, ές, of morning twilight, Luc.Lex.11, Id.Rh.Pr.17; cf. [full] ἀκρόκνεφα· πρὸς ὄρθρον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκροκνέφαιος
-
3 ἀκροκνέφαιος
ἀκρο-κνέφαιος, mit Anfang der Dämmerung; vom Spätaufgange des Arktur -
4 ακροκνεφαιος
См. также в других словарях:
ακροκνέφαιος — ἀκροκνέφαιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται ή συντελείται κατά τη νύχτα, το σούρουπο, μόλις αρχίζει να σκοτεινιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (ΙΙ) + κνεφαῖος < κνέφας «σκότος»] … Dictionary of Greek