-
1 ακουστός
-
2 ἀκουστός
-
3 ἀκουστός
-
4 ακουστος
3[adj. verb. к ἀκούω См. ακουω] слышимый, (у)слышанный(συρίγγων ἐνοπή HH.; μῦθοι Isocr.)
οὐκ ἀ. Soph., Eur. — неслыханный, ужасный -
5 ἀκουστός
-
6 ἀκουστός
ἀκουστός, ή, όν audible (Hom. Hymns et al.; LXX; TestSol 22:1 B ἀκουστὸν γέγονεν; Philo) ἀκουεστὸν ἐγένετο τοῖς ἀποστόλοις ὅτι it came to the apostles’ ears that Ac 11:1 D (ἀ. γίνεσθαι as Isocr. 3, 49; Gen 45:2; Dt 4:36; Is 48:20).—DELG s.v. ἀκούω. -
7 ακουστός
η, ό[ν]1) громкий, слышный; 2) известный, знаменитый; популярный -
8 ακουστός
[акустос] εκ. известный, знаменитый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακουστός
-
9 ἀκουστός
-ή,-όν + A 4-2-12-2-3=23 Gn 45,2; Ex 28,35; Dt 4,36; 30,13; JgsA 13,23heard, audible Gn 45,2καὶ οὐκ ἂν ἀκουστὰ ἐποίησεν ἡμῖν ταῦτα and he would not have made us hear these things, and he would not have proclaimed them to us JgsA 13,23→ADRADOS -
10 ακουστός
[акустос] επ известный, знаменитый. -
11 ἀκουστός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκουστός
-
12 ακουστός
işitilen, işitilebilen -
13 ακουστός
connu -
14 εὐ-άκουστος
εὐ-άκουστος, leicht zu hören, Euseb.
-
15 ἀν-εξ-άκουστος
ἀν-εξ-άκουστος, nicht hörbar, Schol. Soph. Ai. 318.
-
16 ἀξι-άκουστος
ἀξι-άκουστος, hörenswerth, Xen. Symp. 4, 43.
-
17 ακούσθ'
ἀκουστά̱, ἀκουστήςhearer: masc nom /voc /acc dualἀκουστά, ἀκουστήςhearer: masc voc sgἀκουστά, ἀκουστήςhearer: masc nom sg (epic)ἀκουσταί, ἀκουστήςhearer: masc nom /voc plἀκουστά, ἀκουστόςheard: neut nom /voc /acc plἀκουστά̱, ἀκουστόςheard: fem nom /voc /acc dualἀκουστά̱, ἀκουστόςheard: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀκουστέ, ἀκουστόςheard: masc voc sgἀκουσταί, ἀκουστόςheard: fem nom /voc pl -
18 ἀκούσθ'
ἀκουστά̱, ἀκουστήςhearer: masc nom /voc /acc dualἀκουστά, ἀκουστήςhearer: masc voc sgἀκουστά, ἀκουστήςhearer: masc nom sg (epic)ἀκουσταί, ἀκουστήςhearer: masc nom /voc plἀκουστά, ἀκουστόςheard: neut nom /voc /acc plἀκουστά̱, ἀκουστόςheard: fem nom /voc /acc dualἀκουστά̱, ἀκουστόςheard: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀκουστέ, ἀκουστόςheard: masc voc sgἀκουσταί, ἀκουστόςheard: fem nom /voc pl -
19 ακουστά
ἀκουστά̱, ἀκουστήςhearer: masc nom /voc /acc dualἀκουστήςhearer: masc voc sgἀκουστήςhearer: masc nom sg (epic)ἀκουστόςheard: neut nom /voc /acc plἀκουστά̱, ἀκουστόςheard: fem nom /voc /acc dualἀκουστά̱, ἀκουστόςheard: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
20 ἀκουστά
ἀκουστά̱, ἀκουστήςhearer: masc nom /voc /acc dualἀκουστήςhearer: masc voc sgἀκουστήςhearer: masc nom sg (epic)ἀκουστόςheard: neut nom /voc /acc plἀκουστά̱, ἀκουστόςheard: fem nom /voc /acc dualἀκουστά̱, ἀκουστόςheard: fem nom /voc sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
ἀκουστός — heard masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακουστός — –ή, ό (Α ἀκουστός, ή, όν) αυτός που μπορεί να ακουστεί, να γίνει αισθητός με την ακοή νεοελλ. 1. ξακουστός, φημισμένος, διάσημος 2. φρ. «έχω κάποιον ή κάτι ακουστά», γνωρίζω εξ ακοής, έχω ακούσει για κάποιον ή κάτι αρχ. (με άρν.) αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
ακουστός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που μπορεί ν ακουστεί: Ο λόγος του ήταν ακουστός και σ αυτούς που βρίσκονταν μακριά. 2. φημισμένος, ξακουστός: Αποφάσισαν τότε να πάνε σ έναν ακουστό γιατρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκουστόν — ἀκουστός heard masc acc sg ἀκουστός heard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστοῖς — ἀκουστός heard masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστοί — ἀκουστός heard masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστούς — ἀκουστός heard masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστῆς — ἀκουστός heard fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστή — ἀκουστός heard fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστῷ — ἀκουστός heard masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκούσθ' — ἀκουστά̱ , ἀκουστής hearer masc nom/voc/acc dual ἀκουστά , ἀκουστής hearer masc voc sg ἀκουστά , ἀκουστής hearer masc nom sg (epic) ἀκουσταί , ἀκουστής hearer masc nom/voc pl ἀκουστά , ἀκουστός heard neut nom/voc/acc pl ἀκουστά̱ , ἀκουστός heard… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)