-
1 ακμαιος
21) достигший расцвета, созревший, цветущий(ἥβη Aesch.; παρθένος Luc.; πῶλοι Aesch.)
ἀ. φύσιν Aesch. — в расцвете сил;ἀ. τέν ὀργήν Luc. — вспыльчивый;ἥ ἀκμαιοτάτη δύναμις Plut. — отборные войска;πνεύματος ἀκμαίου γέμων Plut. — исполненный юношеского пыла;ἀ. πρός τι Anth. — созревший для чего-л.2) своевременный, подходящий; благоприятный(καιρός Polyb.; ὁδός Anth.)
ὡς ἀ., εἰ βαίη, μόλοι! Soph. — если бы он пришел, как был бы кстати его приход! -
2 ακμαίος
αία, ο[ν]1) цветущий, полный сил, бодрый; 2) процветающий, преуспевающий; 3) находящийся на высоком уровне;τό ηθικό τού στρατοό είναι ακμαίοςο — боевой дух армии очень высок
-
3 ακμαίος
[акмэос] ас. цветущий, преуспевающий. -
4 νεαλης
21) молодой, юный, бодрый(ἀκμαῖος καὴ ν. Polyb.; ν. καὴ πρόθυμος Plut.)
2) свежий, не измученный(ἵππος Xen.)
3) свежий, не подвергшийся разложению(νεκρός Luc.)
4) неопытный Luc.
См. также в других словарях:
ἀκμαῖος — in full bloom masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακμαίος — α, ο (Α ἀκμαῑος, α, ον) αυτός που βρίσκεται στην ακμή του, στο υψηλότερο σημείο δύναμης ή ωριμότητας νεοελλ. 1. εκείνος που ευδοκιμεί και προοδεύει 2. (για καρπούς) ο ώριμος αρχ. αυτός που γίνεται ή έρχεται την κατάλληλη στιγμή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ακμαίος — α, ο αυτός που βρίσκεται σε ακμή, σε ζωντάνια: Νιώθει τις δυνάμεις του ακμαίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκμαῖον — ἀκμαῖος in full bloom masc acc sg ἀκμαῖος in full bloom neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαῖα — ἀκμαῖος in full bloom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαῖαι — ἀκμαῖος in full bloom fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαῖε — ἀκμαῖος in full bloom masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαῖοι — ἀκμαῖος in full bloom masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαιότερον — ἀκμαῑότερον , ἀκμαῖος in full bloom adverbial comp ἀκμαῑότερον , ἀκμαῖος in full bloom masc acc comp sg ἀκμαῑότερον , ἀκμαῖος in full bloom neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαιοτάτων — ἀκμαῑοτάτων , ἀκμαῖος in full bloom fem gen superl pl ἀκμαῑοτάτων , ἀκμαῖος in full bloom masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκμαιοτέρα — ἀκμαῑοτέρᾱ , ἀκμαῖος in full bloom fem nom/voc/acc comp dual ἀκμαῑοτέρᾱ , ἀκμαῖος in full bloom fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)