Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀκλυδώνιστος

См. также в других словарях:

  • ἀκλυδώνιστος — not lashed by waves masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακλυδώνιστος — η, ο (Α ἀκλυδώνιστος, ον) [κλυδωνίζομαι] αυτός που δεν κλυδωνίζεται, δεν ταράσσεται από τα κύματα αρχ. προφυλαγμένος από την τρικυμία …   Dictionary of Greek

  • ακλυδώνιστος — η, ο αυτός που δεν ταράζεται από τα κύματα: Μ όλη την τρικυμία το καράβι ταξίδευε σχεδόν ακλυδώνιστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκλυδώνιστον — ἀκλυδώνιστος not lashed by waves masc/fem acc sg ἀκλυδώνιστος not lashed by waves neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκλυστος — ἄκλυστος, ον (Α) [κλύζω] ο ακλυδώνιστος …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»