-
1 ακλυδώνιστος
-
2 ἀκλυδώνιστος
-
3 ακλυδωνιστος
-
4 ἀκλυδώνιστος
ἀκλῠδώνιστος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκλυδώνιστος
-
5 ἀκλυδώνιστος
ἀ-κλυδώνιστος, von anderen Winden nicht beunruhigter, aufwogender Hafen -
6 ακλυδώνιστον
ἀκλυδώνιστοςnot lashed by waves: masc /fem acc sgἀκλυδώνιστοςnot lashed by waves: neut nom /voc /acc sg -
7 ἀκλυδώνιστον
ἀκλυδώνιστοςnot lashed by waves: masc /fem acc sgἀκλυδώνιστοςnot lashed by waves: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
ἀκλυδώνιστος — not lashed by waves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακλυδώνιστος — η, ο (Α ἀκλυδώνιστος, ον) [κλυδωνίζομαι] αυτός που δεν κλυδωνίζεται, δεν ταράσσεται από τα κύματα αρχ. προφυλαγμένος από την τρικυμία … Dictionary of Greek
ακλυδώνιστος — η, ο αυτός που δεν ταράζεται από τα κύματα: Μ όλη την τρικυμία το καράβι ταξίδευε σχεδόν ακλυδώνιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκλυδώνιστον — ἀκλυδώνιστος not lashed by waves masc/fem acc sg ἀκλυδώνιστος not lashed by waves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκλυστος — ἄκλυστος, ον (Α) [κλύζω] ο ακλυδώνιστος … Dictionary of Greek