-
1 ακηράσιος
-
2 ἀκηράσιος
-
3 ἀκηράσιος
A untouched, ἀ. λειμῶνες meadows not yet grazed or mown, h.Merc.72; γυίων ἄνθος ἀ. pure, fresh, AP12.93 (Rhian.); σκῆπτρα ἀ. inviolate, Epigr.Gr.907 ([place name] Sinope).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκηράσιος
-
4 ἀκηράσιος
ἀ-κηράσιος = ἀκήρατος, Od. 9.205†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀκηράσιος
-
5 ακηράσιον
-
6 ἀκηράσιον
-
7 ακηρασίοιο
-
8 ἀκηρασίοιο
-
9 ακηρασίοις
-
10 ἀκηρασίοις
-
11 ακηρασίοισι
-
12 ἀκηρασίοισι
-
13 ακηρασίοισιν
-
14 ἀκηρασίοισιν
-
15 ακηρασίου
-
16 ἀκηρασίου
-
17 ακηρασίους
-
18 ἀκηρασίους
-
19 ακηρασίων
-
20 ἀκηρασίων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ακηράσιος — ἀκηράσιος, ον (Α) 1. άθικτος, αμιγής, καθαρός 2. ανόθευτος, μη αναμιγμένος με κάτι άλλο «ἀκηράσιος οἶνος» 3. δροσερός, νεανικός 4. απάτητος (για λειμώνες). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο και μαζί παράλληλος επικός τ. της λ. ἀκήρατος: ἀκήρατος > *ἀκηράτ ιος … Dictionary of Greek
ἀκηράσιος — untouched masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηράσιον — ἀκηράσιος untouched masc/fem acc sg ἀκηράσιος untouched neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρασίοιο — ἀκηράσιος untouched masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρασίοις — ἀκηράσιος untouched masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρασίοισι — ἀκηράσιος untouched masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρασίοισιν — ἀκηράσιος untouched masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρασίου — ἀκηράσιος untouched masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρασίους — ἀκηράσιος untouched masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκηρασίων — ἀκηράσιος untouched masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακήρατος — ἀκήρατος, ον (Α) 1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος 2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός 3. ακούρευτος 4. αθέριστος 5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. *ἀ κέρα τος < ρίζα *κερα (πρβλ. κερα ΐζω, ἀ κέρα ιος). Η… … Dictionary of Greek