Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀκήκοα

См. также в других словарях:

  • ἀκήκοα — ἀκούω hear perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηκόασι — ἀκηκόᾱσι , ἀκούω hear perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκηκόασιν — ἀκηκόᾱσιν , ἀκούω hear perf ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκήκο' — ἀκήκοα , ἀκούω hear perf ind act 1st sg ἀκήκοε , ἀκούω hear perf imperat act 2nd sg ἀκήκοε , ἀκούω hear perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • εργοδιώκτης — ἐργοδιώκτης, ὁ (Α) εργοδηγός («καὶ τῆς κραυγῆς αυτών ἀκήκοα ἀπὸ τῶν ἐργοδιωκτῶν», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • συγγραφέας — ο / συγγραφεύς, έως, ΝΜΑ, θηλ. συγγραφεύς Ν [συγγραφή] 1. αυτός που ασχολείται με τη συγγραφή πνευματικών έργων 2. (ειδικά) αυτός που συγγράφει σε πεζό λόγο, σε αντιδιαστολή προς τον ποιητή («ἀκήκοα ἤ που Σαπφοῡς... ή Ἀνακρέοντος τοῡ σοφοῡ ή καὶ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»