-
1 αθλοφορος
эп.-ион. тж. ἀεθλοφόρος 2получающий (получивший) награду на состязании, вышедший победителем(ἵπποι Hom.; ἄνδρες Pind., Her.)
См. также в других словарях:
κρατηροφόρος — κρατηροφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει κρατήρα, αυτός που κρατά κρατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρ + φόρος (< φέρω), πρβλ. αθλο φόρος, ζωο φόρος] … Dictionary of Greek