-
1 αζημιος
21) свободный от (дальнейшего) наказанияἑκατὸν τάλαντα ἐκτίσαντες, ἀζήμιοι εἶναι Her. — уплатив сто талантов, искупить (этим) свою вину;
ἀζήμιόν τινος ποιῆσαί τινα Polyb. — освободить кого-л. от наказания за что-л.2) не заслуживающий наказания, невиновный, невинныйὁ φράσας ἀ. Soph. — сказавший (это) прав;
ἀ. ὑπό τινος Plat. — невиновный перед кем-л.3) не потерпевший ущербаἀβλαβῆ καὴ ἀζήμιον παρέχειν τινά Plat. — возместить ущерб кому-л.
4) не причиняющий ущерба, безвредныйἀζήμιοι μὲν, λυπηραὴ δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνες Thuc. — неприятности безвредные, хотя на первый взгляд и тягостные
См. также в других словарях:
ἀζήμιος — free from further payment masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αζήμιος — α, ο (Α ἀζήμιος, ον) [ζημία] 1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά ή βλάβη, ο άβλαβος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ζημιά ή βλάβη, ο αβλαβής αρχ. 1. ο απαλλαγμένος από χρηματικό πρόστιμο, αυτός που δεν τιμωρήθηκε στο δικαστήριο με πρόστιμο 2. που δεν… … Dictionary of Greek
ἀζημίως — ἀζήμιος free from further payment adverbial ἀζήμιος free from further payment masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζήμιον — ἀζήμιος free from further payment masc/fem acc sg ἀζήμιος free from further payment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζημίοις — ἀζήμιος free from further payment masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζημίου — ἀζήμιος free from further payment masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζημίους — ἀζήμιος free from further payment masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζημίῳ — ἀζήμιος free from further payment masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζήμια — ἀζήμιος free from further payment neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀζήμιοι — ἀζήμιος free from further payment masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραιβίας — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀζήμιος δῆμος» … Dictionary of Greek