Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἀζήμιος

  • 1 αζημιος

        2
        1) свободный от (дальнейшего) наказания
        

    ἑκατὸν τάλαντα ἐκτίσαντες, ἀζήμιοι εἶναι Her. — уплатив сто талантов, искупить (этим) свою вину;

        ἀζήμιόν τινα ἀφιέναι Lys. или μεθιέναι Eur.отпустить кого-л. без наказания;
        ἀζήμιόν τινος ποιῆσαί τινα Polyb.освободить кого-л. от наказания за что-л.

        2) не заслуживающий наказания, невиновный, невинный
        

    φράσας ἀ. Soph. — сказавший (это) прав;

        ἀ. ὑπό τινος Plat.невиновный перед кем-л.

        3) не потерпевший ущерба
        4) не причиняющий ущерба, безвредный
        

    ἀζήμιοι μὲν, λυπηραὴ δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνες Thuc. — неприятности безвредные, хотя на первый взгляд и тягостные

    Древнегреческо-русский словарь > αζημιος

См. также в других словарях:

  • ἀζήμιος — free from further payment masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αζήμιος — α, ο (Α ἀζήμιος, ον) [ζημία] 1. αυτός που δεν προξενεί ζημιά ή βλάβη, ο άβλαβος 2. αυτός που δεν έχει υποστεί ζημιά ή βλάβη, ο αβλαβής αρχ. 1. ο απαλλαγμένος από χρηματικό πρόστιμο, αυτός που δεν τιμωρήθηκε στο δικαστήριο με πρόστιμο 2. που δεν… …   Dictionary of Greek

  • ἀζημίως — ἀζήμιος free from further payment adverbial ἀζήμιος free from further payment masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζήμιον — ἀζήμιος free from further payment masc/fem acc sg ἀζήμιος free from further payment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζημίοις — ἀζήμιος free from further payment masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζημίου — ἀζήμιος free from further payment masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζημίους — ἀζήμιος free from further payment masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζημίῳ — ἀζήμιος free from further payment masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζήμια — ἀζήμιος free from further payment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀζήμιοι — ἀζήμιος free from further payment masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραιβίας — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀζήμιος δῆμος» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»