-
1 αειζωος
См. также в других словарях:
ημίζωος — ἡμίζωος, ον (Α) μισοζωντανός, μόλις ζωντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί ζωος, πολύ ζωος] … Dictionary of Greek
κορακόζωος — η, ο κορακοζώητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + ζωος (< ζωή), πρβλ. αεί ζωος, εύ ζωος] … Dictionary of Greek