-
1 αείφυλλος
-
2 ἀείφυλλος
-
3 αειφυλλος
-
4 ἀείφυλλος
ἀεί-φυλλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀείφυλλος
-
5 ἀείφυλλος
-
6 αείφυλλον
-
7 ἀείφυλλον
-
8 αειφύλλοιο
-
9 ἀειφύλλοιο
-
10 αειφύλλοις
-
11 ἀειφύλλοις
-
12 αειφύλλου
-
13 ἀειφύλλου
-
14 αειφύλλων
-
15 ἀειφύλλων
-
16 αείφυλλα
-
17 ἀείφυλλα
См. также в других словарях:
ἀείφυλλος — not deciduous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αείφυλλος — η, ο και ος, ο (Α ἀείφυλλος, ον) (για φυτά) πάντοτε με φύλλα, αειθαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φύλλον. ΠΑΡ. ἀειφυλλία] … Dictionary of Greek
ἀείφυλλον — ἀείφυλλος not deciduous masc/fem acc sg ἀείφυλλος not deciduous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειφύλλοιο — ἀείφυλλος not deciduous masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειφύλλοις — ἀείφυλλος not deciduous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειφύλλου — ἀείφυλλος not deciduous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀειφύλλων — ἀείφυλλος not deciduous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀείφυλλα — ἀείφυλλος not deciduous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CYNOSBATOS — quasi sentis canina, arbor spinosa, Dioscoridi memorata inter eas, e quibus sepes vivae olim fiebant: utpote quae ἀείφυλλος, non minus ac rubus et rhamnus et oryacantha, congeneres spinae. Illi in parabola Iothami Abimelechus comparator Iudic. c … Hofmann J. Lexicon universale
αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… … Dictionary of Greek
αειφυλλία — η (Α ἀειφυλλία) [ἀείφυλλος] ιδιότητα την οποία έχουν μερικά φυτά να διατηρούν το φύλλωμά τους σε όλες τις εποχές τού έτους … Dictionary of Greek