Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀείφυλλος

См. также в других словарях:

  • ἀείφυλλος — not deciduous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αείφυλλος — η, ο και ος, ο (Α ἀείφυλλος, ον) (για φυτά) πάντοτε με φύλλα, αειθαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φύλλον. ΠΑΡ. ἀειφυλλία] …   Dictionary of Greek

  • ἀείφυλλον — ἀείφυλλος not deciduous masc/fem acc sg ἀείφυλλος not deciduous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειφύλλοιο — ἀείφυλλος not deciduous masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειφύλλοις — ἀείφυλλος not deciduous masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειφύλλου — ἀείφυλλος not deciduous masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειφύλλων — ἀείφυλλος not deciduous masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀείφυλλα — ἀείφυλλος not deciduous neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CYNOSBATOS — quasi sentis canina, arbor spinosa, Dioscoridi memorata inter eas, e quibus sepes vivae olim fiebant: utpote quae ἀείφυλλος, non minus ac rubus et rhamnus et oryacantha, congeneres spinae. Illi in parabola Iothami Abimelechus comparator Iudic. c …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • αειφυλλία — η (Α ἀειφυλλία) [ἀείφυλλος] ιδιότητα την οποία έχουν μερικά φυτά να διατηρούν το φύλλωμά τους σε όλες τις εποχές τού έτους …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»