Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀεροβάτης

См. также в других словарях:

  • αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ …   Dictionary of Greek

  • αεροβάτης — ο αυτός που περπατά στον αέρα, ονειροπόλος, φαντασιοκόπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀεροβάται — ἀεροβάτης one who walks the air masc nom/voc pl ἀεροβάτᾱͅ , ἀεροβάτης one who walks the air masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεροβατᾶν — ἀεροβάτης one who walks the air masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεροβατῶν — ἀεροβάτης one who walks the air masc gen pl ἀεροβατέω depths of air pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεροβάτην — ἀεροβάτης one who walks the air masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • аѥроходивъ — (1*) пр. Зд. Способный воспарять духом: Съмѣреномоудрые высокопарива. и аѥроходива сътварѩѥть чл҃вка. СбТр XII/XIII, 139 об.; ἀεροβάτης Срезн., I, 7 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • аѥроходьныи — (1*) пр. Носящийся по воздуху. Зд. Мимолетный: не подобаеть вѣровати аероходнымъ сно(м). си бо нѣ(с) истина. но мысль блудна. ПрЮр XIV, 292б; ἀεροπόρος, ἀεροβάτης Срезн., I, 7 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αεροβάμων — ( ονος), ον (Μ ἀεροβάμων) ο αεροβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ, ἀέρος + βάμων < ἔβη ν, βαίνω (πρβλ. βῆ μα, βα τός, βά σις, βω μός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»