-
1 αελλοπους
и Hom. ἀελλόπος 2, gen. ποδος с ногами, быстрыми как вихрь, бурный, стремительный(Ἴρις Hom.; ἵπποι HH., Pind.; κοῦραι Eur.; πόθοι Anth.)
-
2 αελλοπος
См. также в других словарях:
αελλόπους — ἀελλόπους ( ποδος), ο, η (Α) βλ. αελλόπος … Dictionary of Greek
Ἀελλόπους — fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀελλόπους — ἀελλόπος masc/fem nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀελλοπόδεσσιν — Ἀελλόπους fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀελλοπόδων — Ἀελλόπους fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀελλόποδα — Ἀελλόπους fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀελλόποδας — Ἀελλόπους fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀελλόποδες — Ἀελλόπους fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀελλόποδι — Ἀελλόπους fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀελλόποδος — Ἀελλόπους fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀελλόπουν — Ἀελλόπους fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)