-
1 αδέψητος
-
2 ἀδέψητος
-
3 αδεψητος
-
4 ἀδέψητος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδέψητος
-
5 αδέψητος
ος, ον невыделанный (о коже) -
6 ἀδέψητος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀδέψητος
-
7 ἀδέψητος
-
8 αδέψητον
-
9 ἀδέψητον
-
10 καδέψητον
ἀδέψητον, ἀδέψητοςuntanned: masc /fem acc sgἀδέψητον, ἀδέψητοςuntanned: neut nom /voc /acc sg -
11 κἀδέψητον
ἀδέψητον, ἀδέψητοςuntanned: masc /fem acc sgἀδέψητον, ἀδέψητοςuntanned: neut nom /voc /acc sg -
12 δεψέω
-
13 αδεψήτοιο
-
14 ἀδεψήτοιο
-
15 αδεψήτοισι
-
16 ἀδεψήτοισι
-
17 αδεψήτου
-
18 ἀδεψήτου
-
19 αδεψήτους
-
20 ἀδεψήτους
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αδέψητος — ἀδέψητος, ον (Α) [δέψω] (για δέρματα) ακατέργαστος, που δεν έχει υποστεί κατεργασία από βυρσοδέψη … Dictionary of Greek
ἀδέψητος — untanned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδέψητον — ἀδέψητος untanned masc/fem acc sg ἀδέψητος untanned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεψήτοιο — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεψήτοισι — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεψήτου — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεψήτους — ἀδέψητος untanned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεψήτων — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδεψήτῳ — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδέψητα — ἀδέψητος untanned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀδέψητον — ἀδέψητον , ἀδέψητος untanned masc/fem acc sg ἀδέψητον , ἀδέψητος untanned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)