Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀδέψητος

См. также в других словарях:

  • αδέψητος — ἀδέψητος, ον (Α) [δέψω] (για δέρματα) ακατέργαστος, που δεν έχει υποστεί κατεργασία από βυρσοδέψη …   Dictionary of Greek

  • ἀδέψητος — untanned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέψητον — ἀδέψητος untanned masc/fem acc sg ἀδέψητος untanned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεψήτοιο — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεψήτοισι — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεψήτου — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεψήτους — ἀδέψητος untanned masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεψήτων — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδεψήτῳ — ἀδέψητος untanned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδέψητα — ἀδέψητος untanned neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀδέψητον — ἀδέψητον , ἀδέψητος untanned masc/fem acc sg ἀδέψητον , ἀδέψητος untanned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»