1 αδρανεης
(ὄμβρος Plut.; γῆρας Anth.)
(σίδηρος Plut.)
(δίαιτα Plut.)
Древнегреческо-русский словарь > αδρανεης
ἀδρανέης — ἀδράνεος fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)