-
1 αγλαια
эп.-ион. ἀγλαΐη ἥ тж. pl.1) блеск, пышность, краса(κῦδος τε καὴ ἀ. Hom.)
ἀγλαΐης ἕνεκεν Hom. — для красы2) радость, ликование(ἀγλαΐαι τε χοροί τε Hes.; νικαφόρος ἀ. Pind.; καὴ Μοῦσαι, καὴ ἀ. Plut.)
μηδέ ποτ΄ ἀγλαΐας ἀποναίατο Soph. — чтобы им никогда не знать радости3) важность, высокомерие -
2 Αγλαια
-
3 αγλαιη
-
4 Αγλαιη
-
5 αγλαιηφι
-
6 νικηφορος
Iдор. νῑκᾱφόρος 21) дающий победу(δίκη Aesch.)
2) победоносный(πατήρ Soph.)
3) победный(στέφανος, ἀγλαΐα Pind.)
4) принадлежащий победителю, триумфаторский(ἅρματι νικηφόρῳ παρεστώς Plut.)
5) сулящий победуIIдор. νῑκᾱφόρος ὅ победитель Plat., Xen. etc.
См. также в других словарях:
Ἀγλαία — Ἀγλαίᾱ , Ἀγλαία fem nom/voc/acc dual Ἀγλαίᾱ , Ἀγλαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαία — ἀγλαΐᾱ , ἀγλαία splendour fem nom/voc/acc dual ἀγλαΐᾱ , ἀγλαία splendour fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγλαίᾳ — Ἀγλαίᾱͅ , Ἀγλαία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαίᾳ — ἀγλαΐαι , ἀγλαία splendour fem nom/voc pl ἀγλαΐᾱͅ , ἀγλαία splendour fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγλαΐα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τρεις Χάριτες, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης, προσωποποίηση της ευθυμίας. Κατά τον Ησίοδο ήταν η νεότερη από τις τρεις Χάριτες και σύζυγος του Ηφαίστου. 2. Σύζυγος του Αμυθάονα, από τον οποίο γέννησε… … Dictionary of Greek
Αγλαΐα — η κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μητροπούλου, Αγλαΐα — (Αθήνα 1929 –). Ιστορικός, λογοτέχνης και κριτικός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε σε πανεπιστήμια του Παρισιού και του Λονδίνου. Κριτικές στις μελέτες έχουν… … Dictionary of Greek
Ἀγλαίας — Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem acc pl Ἀγλαίᾱς , Ἀγλαία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαίας — ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem acc pl ἀγλαΐᾱς , ἀγλαία splendour fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγλαιάων — Ἀγλαιά̱ων , Ἀγλαία fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγλαιάων — ἀγλαϊά̱ων , ἀγλαία splendour fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)