-
1 αγκυλια
τά (лат. ancilia) священные щиты (упавшие, по преданию, с неба и хранившиеся в Риме как святыня) Plut. -
2 αγκύλι
το колючка, шип; заноза; жало;§ μη μας βάζεις αγκύλια — не строй нам каверзы
См. также в других словарях:
ἀγκύλια — ἀγκύλιον loop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκύλωμα — το, ατος και αγκυλωματιά, η κεντιά με αγκύλια, πόνος σωματικός ή ψυχικός: Ένιωσα μέσα μου ένα δυνατό αγκύλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)